Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2012

Τι είναι το νόμισμα;


Άρθρο του Ιωάννη Μπιτσίμη-Οικονομολόγου


Σκοπός αυτού του άρθρου είναι να ξεκινήσω μια τριλογία άρθρων: νόμισμα-προσφορά νομίσματος από τις εκδοτικές αρχές-τράπεζα. Ξεκινώντας το πρώτο άρθρο μου θα προσπαθήσω με λίγα λόγια να εκφράσω τις βασικές λειτουργίες του νομίσματος ως κοινωνικού αγαθού είτε στην αρχική του φυσική-μεταλλική μορφή, είτε μετέπειτα στην σημερινή του μορφή ως χαρτονόμισμα και την ιστορική πορεία μετεξέλιξης του.

Το νόμισμα είναι ένα μέσο που παλαιότερα εσώκλειε αυτούσιο τον πλούτο λόγω της φύσης του (πχ: νομίσματα από πολύτιμα μέταλλα) και συνήθως ήταν ένα αντικείμενο άφθαρτο για να διατηρείται έτσι η αγοραστική αξία μέσω αυτού όσο το δυνατόν περισσότερο. Με αυτόν τον τρόπο η αγοραστική δύναμη διατηρείται όχι αυθαίρετα αλλά σταθερά στον χρόνο επιτρέποντας έτσι τις άμεσες συναλλαγές μεταξύ των εταιριών οι οποίες λόγω της παραγωγικής φύσης τους έχουν προσφορά και ζήτηση των προϊόντων τους διαφορετικές σε ποσότητα, ποιότητα και χρονική περίοδο καθώς επίσης και του διακανονισμού των χρεών. Στην αρχή τα νομίσματα είχαν μεταλλική υφή και κυρίως παραγόταν από πολύτιμα μέταλλα επιτρέποντας έτσι την εύκολη κυκλοφορία τους, την κοπή τους και την χρησιμοποίηση τους για τις συναλλαγές μεταξύ των πολιτών και των εταιριών. Στην μετέπειτα πορεία ιστορικές συγκυρίες επέτρεψαν την βαθμιαία αντικατάσταση των νομισμάτων από μεταλλική σε χάρτινη υφή (χαρτονομίσματα) η οποία είχε την λειτουργία εμπορικής πίστης και αντιπροσώπευε παθητικό σε σχέση με το ινστιτούτο έκδοσης τους (εθνική κεντρική ή άλλη ιδιωτική τράπεζα) το οποίο εγγυόταν (άρα νομικώς είναι οφειλή)-αν και σπάνια-την μετατροπή τους σε μεταλλικό νόμισμα όπως συνηθιζόταν να αναγράφεται (στην Ελλάδα μεταλλικές δραχμές). Κοινωνικοί-πολιτικοί (χρηματοδότηση πολέμων) και οικονομικοί (τόνωση της οικονομίας και αύξηση του ρυθμού και του αριθμού των συναλλαγών) λόγοι κατέστησαν την ποσότητα του νομίσματος που κυκλοφορούσε μεγαλύτερη την ποσότητα χρυσού που κατείχαν σαν αποθεματικό τους οι τράπεζες και τα κρατικά ταμεία ώσπου στο τέλος με νόμο επιβλήθηκε η πληρωμή των υποχρεώσεων σε χαρτονομίσματα και όχι πλέον σε χρυσό. Άμεσα γίνεται αντιληπτή επομένως η σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ των κατόχων του νομίσματος και της αρχής έκδοσης του: τα δυνατά νομίσματα είναι αυτά τα οποία ο κόσμος τα εμπιστεύεται γιατί ακριβώς εμπιστεύεται την χώρα έκδοσης τους. Για το Ίδρυμα έκδοσης του καθενός νομίσματος λοιπόν γεννάται το πρωταρχικό πρόβλημα της αμοιβαίας και σταθερής εγκαθίδρυσης σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ του ιδίου και των κατόχων για το πώς μπορεί να εμπνεύσει σιγουριά στο να κατέχει κανείς το συγκεκριμένο νόμισμα και όχι κάποιο άλλο. Αυτό το πρόβλημα μπορεί να λυθεί με δυο τρόπους. Ο πρώτος είναι να επενδύει το σύστημα αυτό σε μη απαιτητά κεφάλαια (ακίνητη περιουσία) δηλαδή σε πραγματική οικονομία η οποία δεν χάνει την αξία της παρά μόνο αν πάψει να χρησιμοποιείται ενισχύοντας έτσι την εμπιστοσύνη για την φερεγγυότητα του. Ο δεύτερος και ίσως πιο σημαντικός, είναι να εγγυάται την μετατροπή του νομίσματος σε άλλου είδους νόμισμα ή χρυσό χωρίς προβλήματα και μεταπτώσεις της τιμής της συναλλαγής.
Το 1944 η συμφωνία του Bretton Woods πρόσδεσε μια σταθερή ισοτιμία στα εθνικά νομίσματα έναντι του δολαρίου, το οποίο ήταν μετατρέψιμο σε χρυσό με την εξίσου σταθερή ισοτιμία των 35 δολαρίων ΗΠΑ ανά ουγκιά χρυσού. Το σύστημα των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών με βάση αναφοράς το δολάριο περιόριζε σημαντικά την ελεύθερη κυκλοφορία των βραχυπρόθεσμων κεφαλαίων και συνέβαλε στην άνθηση της παγκόσμιας οικονομίας μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Το 1971 διακηρύχθηκε η εγκατάλειψη του συγκεκριμένου συστήματος. Το δολάριο των ΗΠΑ έπαψε πλέον να είναι μετατρέψιμο σε χρυσό, και ως εκ τούτου δεν υπήρχε και λόγος να υπάρχει χρυσός “σε αντίκρισμα”! Με την ιστορική συμφωνία του Bretton Woods, δημιουργήθηκαν όμως και οι δύο βασικοί θεσμοί που σημάδεψαν το μεταπολεμικό διεθνές σύστημα: το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα. Βεβαίως η κατοχή χρυσού δεν εξέλειψε ποτέ από τα ινστιτούτα έκδοσης –αν και σαφώς μειωμένος σε σχέση με το παρελθόν (ο συνολικός χρυσός που κατέχουν οι κεντρικές τράπεζες και οι διεθνείς νομισματικοί οργανισμοί κυμαίνεται γύρω στους 35.000 τόνους και αντιστοιχεί στο ¼ του συνολικού χρυσού που έχει παραχθεί παγκοσμίως ως τώρα). Ένα σημαντικό στοιχείο που προκύπτει είναι ότι η υποχρέωση του ινστιτούτου έκδοσης νομίσματος είναι μόνο ονομαστική (και όχι πραγματική) βάσει της οποίας η κεντρική τράπεζα μπορεί πάντα να ελευθερώνεται από τις υποχρεώσεις της πληρώνοντας σε νόμισμα που αυτή εκδίδει ακριβώς εξαιτίας της υποχρεωτικής κυκλοφορίας του νομίσματος. Συχνά οι (μάκρο-)οικονομολόγοι χρησιμοποιούν τον όρο νομισματική βάση Μ1 η οποία είναι ένα χρηματοοικονομικό άθροισμα αξιών και περιλαμβάνει τα εθνικά νομίσματα σε κυκλοφορία, μαζί με τους ανοιχτούς τραπεζικούς λογαριασμούς (από τους οποίους μπορούν να εκδοθούν άμεσα επιταγές) και τις πιστωτικές κάρτες.
Σημαντικό ρόλο στην δημιουργία του χρήματος παίζει η εκάστοτε εθνική ή υπερεθνική κεντρική τράπεζα έκδοσης του (σε συνεργασία με το κράτος). Η χρησιμοποίηση ενός νομισματικού μέσου ως μέσο πληρωμής και μονάδα λογαριασμού το οποίο θα είναι αποδεκτό από όλα τα οικονομικά μέλη ενός συνόλου αποτελεί μια βασική προϋπόθεση για τις διεθνείς συναλλαγές: χωρίς ένα μέσο πληρωμής το οποίο θα αποτελεί και βάση υπολογισμού (βλ. δολάριο) το διεθνές εμπόριο θα επέστρεφε στις εποχές της απλής ανταλλαγής προϊόντων μεταξύ των ανθρώπων. Το βασικό πρόβλημα σε μια τέτοια ανταλλακτική οικονομία οφείλεται στο γεγονός ότι ένα άτομο που θα ήθελε να αποκτήσει κάποιο αγαθό δεν θα ήξερε αν το αγαθό που προσφέρει ως αντάλλαγμα θα είναι αποδεκτό από την άλλη πλευρά η οποία προσφέρει κάποιο άλλο αγαθό. Και αυτή η αναζήτηση ενός τέτοιου ατόμου το οποίο θα είχε την ίδια διπλή συμμετρική επιθυμία της ανταλλαγής να αποκτήσει το συγκεκριμένο αγαθό σε προσφορά αποτελεί ένα από τα θεμελιώδη προβλήτα της (μικρο)οικονομίας και συνεπάγεται υψηλά κόστη εμποδίζοντας έτσι το διεθνές εμπόριο. Πολλά είναι τα πλεονεκτήματα του νομίσματος και της χρήσης του παγκοσμίως ενώ η καθιέρωση ενός παγκοσμίου νομίσματος καθίσταται σχεδόν αδύνατη γιατί τα κράτη θα στερηθούν ενός πολύτιμου εργαλείου για να βελτιώνουν ενίοτε την αποτελεσματικότητα των μακροοικονομικών ελιγμών (πληθωρισμός και εξαγωγές).
Το πρώτο χαρακτηριστικό του νομίσματος είναι ότι αποτελεί ένα αγαθό-κοινωνικό αγαθό, αυτό σημαίνει πως τα πλεονεκτήματα για το άτομο προέρχονται από το γεγονός ότι και άλλοι μαζί με αυτό το χρησιμοποιούν από κοινού. Το νόμισμα δεν έχει καμία χρησιμότητα όταν χρησιμοποιείται δηλαδή μόνο από ένα άτομο: για να έχει χρησιμότητα για ένα άτομο (αξία) είναι αναγκαίο να το χρησιμοποιούν όσο πιο πολλοί(πολύ) γίνεται, μάλιστα όσο πιο ευρύ είναι το σύνολο των ατόμων που το χρησιμοποιούν άλλο τόσο μεγάλη θα είναι και η αξία του για το άτομο.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό του νομίσματος που το κάνει ένα ιδιαίτερο κοινωνικό αγαθό είναι ότι ο κάτοχος του μπορεί εύκολα να αναγκαστεί να ΄΄συνεισφέρει΄΄ με δικά του κόστη για να το κρατήσει στην κατοχή του (μια περίπτωση κόστους είναι η έννοια του πληθωρισμού η οποία μειώνει την τιμή της ονομαστικής αξίας του χρήματος) με το να παραιτηθεί της προοπτικής καταβολής τραπεζικών τόκων από την επένδυση αυτού του ποσού σε κάποια τράπεζα ή μερισμάτων από την επένδυση του ποσού σε παραγωγικές διαδικασίες στην πραγματική οικονομία.



Tags:

0 Responses to “Τι είναι το νόμισμα;”

Δημοσίευση σχολίου

Subscribe

Donec sed odio dui. Duis mollis, est non commodo luctus, nisi erat porttitor ligula, eget lacinia odio. Duis mollis

© 2013 Ελεύθερος Κήρυκας. All rights reserved.
Designed by SpicyTricks