Home
» Πολιτική
» ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ: Πως ο Ανδρέας Παπανδρέου προέβλεψε με ακρίβεια την κρίση στη Ευρωζώνη
Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2012
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ: Πως ο Ανδρέας Παπανδρέου προέβλεψε με ακρίβεια την κρίση στη Ευρωζώνη
Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2012 by Unknown
1992. Κυβέρνηση Μητσοτάκη, με τον Ανδρέα Παπανδρέου στα έδρανα της Αντιπολίτευσης. Στη Βουλή διεξάγεται μια από τις πιο κρίσιμες συνεδριάσεις εκείνης της εποχής. Η κύρωση της συνθήκης του Μάαστριχτ.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου με μία βαρυσήμαντη ομιλία στη Βουλή προειδοποιεί ότι το κόστος προσαρμογής της Ελλάδας στη ευρωπαική πραγματικότητα θα είναι υψηλό και με τεράστιες δυσκολίες.
Με την μεγάλη εμπειρία του σε ...θέματα οικονομίας και γεωπολιτικής, ο πατέρας του Γ. Παπανδρέου, αναλύει και προβλέπει, είκοσι χρόνια πριν, την εξέλιξη της κρίσης και τα αδιέξοδα που βιώνει η Ευρώπη σήμερα. Μια ομιλία δραματικά επικαιρη . Παρακάτω παρατίθεται η ομιλία του τότε αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης:
Κυρίες και κύριοι, ως γνωστό, δεδομένο είναι ότι το ΠΑΣΟΚ θα ψηφίσει για την κύρωση της συνθήκης του Μάαστριχτ. Όμως το ΠΑΣΟΚ δεν πρόκειται να πει στο Λαό μόνο τα αναμενόμενα οφέλη, ούτε να ωραιοποιήσει την εικόνα. Αντίθετα πρέπει να τονίσει με ειλικρίνεια το κόστος αυτής της προσαρμογής. Θα πρέπει ο Έλληνας πολίτης να ξέρει τι να περιμένει στο τέλος της πορείας, αλλά και τι θα έχει καταβάλει για να φθάσει στο τέρμα αυτής της δύσκολης και άνισης πορείας.
Με την κατάρρευση του Ανατολικού μπλοκ άλλαξε πράγματι η παγκόσμιος ισορροπία. Και είναι κοινός τόπος, ότι υπάρχει μόνο μία στρατιωτική υπερδύναμη, οι ΗΠΑ. Είναι όμως ταυτόχρονα γνωστό, ότι από οικονομικής πλευράς δεν είναι η μόνη υπερδύναμη.
Υπάρχουν τουλάχιστον τρεις. Αυτή η ίδια, οι ΗΠΑ, η Ευρώπη – Γερμανία, η Γερμανία – Ευρώπη, αυτό θα κριθεί στην πορεία, και τρίτον η Ιαπωνία με τη Νοτιοανατολική Ασία. Το σημαντικό για μας είναι, ότι οι ΗΠΑ είναι σε στάση μάχης, τόσο απέναντι στην Ιαπωνία όσο και απέναντι στην Ευρώπη, στην ΕΟΚ. Η σύγκρουση ΗΠΑ – ΕΟΚ είναι μια σύγκρουση που, πού και πού, φανερώνεται, άλλες φορές γίνεται στα κρυφά, αλλά αφορά τρεις τουλάχιστον τομείς.
Πρώτον, την συμφωνία GATT. Φυσικά αν αποτύχουν αυτές οι διαπραγματεύσεις, υπάρχουν διαφορές απόψεων οξύτατες μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης, ιδιαίτερα Γαλλίας, θα πρέπει να αναμένουμε έναν εμπορικό πόλεμο άνευ προηγουμένου με συνακόλουθο την ύφεση και ανεργία σε μεγάλη κλίμακα.
Υπάρχει επίσης διαφωνία σημαντική σε ό,τι αφορά το σύστημα ασφάλειας της Ευρώπης, αν θα είναι ευρωπαϊκό ή αν θα είναι στην ουσία ατλαντικό. Υπάρχει το θέμα και δεν έχει κλείσει, αν και ουσιαστικά νομίζω κινείται προς ένα μείγμα ευρωπαϊκού-ατλαντικού, ίσως σε σχήμα διαφορετικό, θεσμικά διαφορετικό, αλλά στην ουσία ανάλογο με αυτό που ίσχυε στο παρελθόν.
Και υπάρχει επίσης η προσπάθεια των ΗΠΑ να προχωρήσει η διεύρυνση το γρηγορότερο δυνατόν, ώστε τελικά με τη διεύρυνση να δυναμιτιστεί η προσπάθεια της ένωσης πολιτικής και οικονομικής της Ευρώπης και να μετατραπούμε ξανά, αν θέλετε, σε ζώνη ελευθέρων συναλλαγών.
Τις θέσεις των ΗΠΑ ενστερνίζεται οπωσδήποτε η Αγγλία και σε ό,τι αφορά την ολοκλήρωση της ενωμένης Ευρώπης και μπαίνει και βγαίνει από τη Νομισματική Ένωση, δεν είναι σαφές και στον κοινωνικό τομέα έχει πάρει θέση αρνητική αλλά ταυτόχρονα και σε ό,τι αφορά την ευρωπαϊκή ασφάλεια, στηρίζει την ατλαντική περίπτωση, εκδοχή σαφώς όπως και οι ΗΠΑ.
Η Γερμανία προωθεί ταυτόχρονα και την ολοκλήρωση αλλά και την διεύρυνση και μάλιστα σε μεγάλη κλίμακα. Υπήρχε μία εποχή που ο Υπουργός Εξωτερικών Γκένσερ, γυρνούσε στην Ευρώπη και έδινε υποσχέσεις σε όλες τις χώρες ότι θα ενταχθούν στην ΕΟΚ. Είναι επίσης η Γερμανία που έχει ξεχωριστή πολιτική να αναπτύξει την πολιτική της παρουσία ισοδύναμα με την οικονομική της, τόσο στην Κεντρική Ευρώπη, τα Βαλκάνια και γενικότερα τις Παραδουνάβιες Χώρες. Και αυτό, στα πλαίσια ενός αγώνα για τη δημιουργία σφαιρών επιρροής, που μας πάνε πίσω περίπου έναν ολόκληρο αιώνα.
Παραμένει, βέβαια, πάντα το ερώτημα, σε όλη αυτή την πορεία,εάν πορευόμαστε προς μία ευρωπαϊκή Γερμανία, ή προς μία γερμανική Ευρώπη.
Πρόσφατα η Γερμανία αύξησε το επιτόκιο, την ώρα που όλοι στην Ευρώπη και στην Αμερική ζητούσαν να μην το κάνουν, διότι η πορεία προς την ύφεση είναι σαφής. Και όμως το έκαναν. Και διερωτάται κανείς σε ποιο μέτρο μπορεί να στηρίζεται η Ευρώπη στην γερμανική αλληλεγγύη.
Ο στόχος της Γαλλίας είναι η ταχύτερη δυνατή ενσωμάτωση της Γερμανίας στην ενωμένη Ευρώπη και αυτό για λόγους μακροπρόθεσμης ισορροπίας και ασφάλειας στην Ευρώπη.
Στα πλαίσια της ΕΟΚ σωβεί πάντα η σύγκρουση βορρά και νότου και αυτό γιατί η ενιαία αγορά στην απουσία μιας άλλης πολιτικής σύγκλισης και συνοχής πολύ υψηλότερου επιπέδου, οξύνει τις αντιθέσεις, οξύνει τις ανισότητες, όχι μόνο ανάμεσα σε κράτη – μέλη, αλλά και σε περιοχές, οι οποίες είναι καθυστερημένες και περιοχές που είναι προχωρημένες. Αυτό είναι η τύχη μιας ενιαίας αγοράς πάντοτε. Εάν δεν υπάρξουν κάποια μέτρα, κάποιες παρεμβάσεις θα οξύνει τις αποστάσεις ανάμεσα στις πλούσιες και τις φτωχές περιφέρειες.
Αναφέρομαι σε όλα αυτά, σε αυτές τις αποκλίσεις συμφερόντων και στρατηγικών, για να τονίσω τους κινδύνους που ελλοχεύουν στην πορεία προς τη δημιουργία της ενωμένης Ευρώπης, μιας πραγματικής ευρωπαϊκής ομοσπονδίας.
Αλλά και να τονίσω ταυτόχρονα πως κάθε κράτος – μέλος διεκδικεί τα δικά του συμφέροντα, έχει τη δική του εθνική στρατηγική και αυτή η εθνική στρατηγική λείπει στην Ελλάδα, δεν διαμορφώθηκε από την Κυβέρνηση ποτέ. Όσο καιρό βρίσκεται στην εξουσία δεν διαμόρφωσε μία σαφή εθνική στρατηγική, που περιλαμβάνει, φυσικά, και την πορεία μας προς την ενωμένη Ευρώπη.(…)
Η Ελλάδα είναι και βαλκανική και μεσογειακή χώρα και είναι τώρα αναπόσπαστο τμήμα της νέας Ευρώπης που γεννιέται. Στην ευρωπαϊκή πρόκληση δεν χωράει παρά μόνο θετική απάντηση. Ναι, θα συμμετάσχουμε ενεργά στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Δεν υπάρχει πράγματι εναλλακτική πορεία, παρά μόνο η περιθωριοποίηση της Χώρας μας, όσα και αν είναι τα εμπόδια που στέκονται στο δρόμο μας.
Το Μάαστριχτ, αυτή η συνθήκη, απλώς αποτελεί για μας ένα εισιτήριο σε ένα δύσκολο και άνισο αγώνα. Ο αγώνας είναι άνισος, γιατί στην εκκίνηση είμαστε οι τελευταίοι. Ο αγώνας είναι άνισος, γιατί η συνθήκη του Μάαστριχτ εκφράζει σχεδόν απόλυτα τα συμφέροντα και την οπτική γωνία του πλούσιου βορρά. Το όραμα της ενωμένης Ευρώπης δεν χωράει μέσα στο Μάαστριχτ. Το Μάαστριχτ για μας αποτελεί ένα σταθμό σε μία πορεία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ένα σταθμό που θα ξεπεραστεί και ίσως αλλοιωθεί στην ίδια την πορεία.
Τι περιλαμβάνει το όραμα της ενωμένης Ευρώπης για μας; Το σεβασμό της λαϊκής κυριαρχίας, της δημοκρατίας και σε εθνικό και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Συνάδελφοι έχουν τονίσει επαρκώς το μεγάλο δημοκρατικό έλλειμμα και την ανάγκη γρήγορα να καλυφθεί. Δε θα μιλήσω παραπάνω σ’ αυτό το θέμα. Τη διασφάλιση των ατομικών και συλλογικών ελευθεριών.
Την ανάδειξη της εθνικής πολιτιστικής ταυτότητας των κρατών-μελών. Την οικονομική ανάπτυξη και πλήρη απασχόληση του εργατικού δυναμικού. Τη δωρεάν Παιδεία και ιατρική περίθαλψη. Την κοινωνική μέριμνα. Την προστασία των ευρωπαϊκών συνόρων από οποιαδήποτε επιβουλή, την προστασία του περιβάλλοντος. Αυτό είναι το όραμα της ενωμένης Ευρώπης.
Στη συνθήκη του Μάαστριχτ υπάρχουν διακηρύξεις. Ουσιαστικές δεσμεύσεις, υπάρχουν κατά κύριο λόγο για την ΟΝΕ. Δεν έχει ακόμη διαμορφωθεί το θεσμικό πλαίσιο για την πολιτική, ούτε για την ενιαία –όχι απλώς κοινή-εξωτερική πολιτική, ούτε για την ενιαία άμυνα. Στις προϋποθέσεις για τη συμμετοχή στην ΟΝΕ δεν υπάρχει αναφορά καν στο τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα της ανεργίας, τη χειρότερη μορφή ανισότητας που μπορεί να γνωρίσει μία σύγχρονη χώρα.
Οι δείκτες –στόχοι συνιστούν το όραμα, όπως ελέχθη ήδη στην Αίθουσα αυτή, ενός ευρωπαίου τραπεζίτη και εκφράζουν κατά κύριο λόγο τις συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις της σημερινής Ευρώπης.
Λυπούμαι να πω ότι αυτό που είπε ο κ. Μητσοτάκης ότι η Ελλάδα έχει παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαμόρφωση αυτής της συνθήκης, δεν μπορώ να το δεχθώ. Δεν έχω δει τίποτα ιδιαίτερα ελληνικό, ελληνική πρωτοβουλία που να είναι εμφανής στη διαμόρφωση αυτής της συνθήκης. Κατά τη γνώμη μας, η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας παρακολούθησε ως παθητικός αποδέκτης αποφάσεις που έχουν αρνητικές επιπτώσεις και για τη Χώρα μας και για την ισότιμη συμμετοχή μας στην Ενωμένη Ευρώπη.
Υπάρχει εδώ κάτι που θέλω να τονίσω. Σε πολλές ερωτήσεις σε κυβερνητικά στελέχη, αλλά και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης, αναφερόμενος στο γιατί κάνει κάτι ή όχι σε θέματα εξωτερικής πολιτικής όπως είναι, παραδείγματος χάριν, ο ναυτικός αποκλεισμός ή αύριο κάποια στρατιωτική επέμβαση, η απάντηση είναι «ακολουθούμε τους συμμάχους και εταίρους μας«. Μα είναι λάθος ρήση. Δεν ακολουθούμε, συμμετέχουμε. Έχουμε άποψη, έχουμε δυνατότητες ακόμα και βέτο. Δεν μπορούμε να λέμε «ακολουθούμε».
Συμμετέχουμε και συνδιαμορφώνουμε. Αυτός είναι ο ρόλος. Και ελπίζω να μην ακουστεί ξανά ότι ακολουθούμε. Είμαστε μέσα, δεν είμαστε απ’ έξω. Ας το αξιοποιήσουμε αυτό.(…)
Και έρχομαι στο σημείο της διεύρυνσης. Και βέβαια η Αγγλική πλευρά την υποστηρίζει μετά πάθους. Όπως είπε ο κ. Μητσοτάκης, ορθώς, η ελληνική πλευρά στη Λισσαβόνα στις 26 και 27 Ιουνίου, υποστήριξε την ταυτόχρονη διεύρυνση και εμβάθυνση της Κοινότητας. Αυτό όμως ήταν υπαναχώρηση από μία θέση που είχε πάρει νωρίτερα, πρώτα η εμβάθυνση και ύστερα η διεύρυνση.
Για μας αυτό είναι τεράστιο θέμα. Δεν νομίζω ότι μπορούμε να μιλάμε για θέση ισότιμου μέλους στην Ενωμένη Ευρώπη αν πρώτα δεν κλείσει ο κύκλος της εμβάθυνσης, αν δεν ολοκληρωθεί η Ενωμένη Ευρώπη. Και είναι λάθος ιστορικό να υπαναχωρήσουμε απ’ αυτή τη θέση. Γι’ αυτό μάλιστα το ΠΑΣΟΚ προτείνει στο Κοινοβούλιο, στην Εθνική Αντιπροσωπεία, να αποφασίσει ότι δεν θα στέρξει η Ελλάδα να υπάρξει έναρξη διαπραγματεύσεων -έναρξη διαπραγματεύσεων- για νέες εντάξεις πριν περάσει το πακέτο Ντελόρ, τουλάχιστον αυτό, χωρίς περικοπές.
Και τώρα πηγαίνω στο τεχνικότερο θέμα της Νομισματικής Οικονομικής Ένωσης. Οι όροι για τη συμμετοχή είναι γνωστοί και δεν θα τους επαναλάβω. Αλλά θέλω να τονίσω, αρχίζοντας ότι η Κυβέρνηση δεν έχει καταθέσει μέχρι τώρα πρόγραμμα σύγκλισης. Έτσι δεν είναι η στιγμή για να μπούμε σε λεπτομέρειες. Όμως, έχουμε δικαίωμα να καλέσουμε την Κυβέρνηση, πριν στείλει κάποιο κείμενο στην ΕΟΚ, να το θέσει υπόψη της Εθνικής Αντιπροσωπείας, ώστε να υπάρξει διάλογος ουσιαστικός πριν κατατεθεί ως πρόταση της Ελλάδος, για τα επόμενα 5 χρόνια.
Το περίγραμμα των κυβερνητικών εμπειρογνωμόνων, για την σύγκλιση που δόθηκε στη Βουλή, δεν στηρίζεται ούτε καν σε στοιχειώδη οικονομική λογική. Πώς είναι δυνατόν να προσδοκάται μια ετήσια αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,5%, όταν η δημοσιονομική ώθηση στην οικονομία μειώνεται κάθετα και το πραγματικό εισόδημα, από μισθούς και ημερομίσθια, συμπιέζεται συστηματικά, σύμφωνα με τις γνωστές κυβερνητικές προθέσεις, δηλώσεις και πράξεις;
Έτσι, η εμβάθυνση της ύφεσης είναι μονόδρομος, όπως βέβαια είναι και η αποτυχία της δημοσιονομικής πολιτικής, ώστε να μιλούμε όχι για σύγκλιση, αλλά για απόκλιση από τους στόχους του Μάαστριχτ. Εκεί πραγματικά μας οδηγεί η οικονομική πολιτική της Κυβέρνησης.
Είναι φυσικό γενικά, οι οικονομέτρες, στα μοντέλα σύγκλισης να μη συμπεριλαμβάνουν το κοινωνικό κόστος της επίτευξης των στόχων της ΟΝΕ και είναι αυτό μέσα στο βασικό μου επιχείρημα ότι αυτοί οι στόχοι, με αυτήν την πολιτική που ακολουθείτε, είναι ανέφικτοι. Το κοινωνικό κόστος για την Ελλάδα της επίτευξης των στόχων στα χρονικά πλαίσια που προβλέπει η συνθήκη του Μάαστριχτ, είναι τεράστιο για τις χώρες του Νότου.
Ο κ. Αρσένης, μιλώντας, είχε κάποιες περικοπές από ένα άρθρο του κ. Πελετιέ στη MONDE στις 21 Ιουλίου.
Αλλά θα ήθελα να διαλέξω δύο άλλες παραγράφους, από εκείνες που διάλεξε εκείνος, και θυμίζω ότι πρόκειται για τον οικονομικό διευθυντή του αντίστοιχου ΣΕΒ της Γαλλίας: «Οι προϋποθέσεις που προβλέπονται από την Συνθήκη δεν είναι πραγματόσημες στα χρονικά πλαίσια που προβλέπει για την Ιταλία, την Πορτογαλία, την Ελλάδα και την Ισπανία».
Προσθέτει όμως, ότι «οι υπολογισμοί που αφορούν την Πορτογαλία και την Ελλάδα φέρνουν ίλιγγο». Αυτές οι εκτιμήσεις νομίζω ότι είναι σωστές. Και για μένα σημαίνουν ότι ήδη προβλέπονται, έστω και αν δεν ομολογούνται, δύο ταχύτητες στην Ενωμένη Ευρώπη, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη μας το τεράστιο κοινωνικό κόστος και τις εκρηκτικές κοινωνικές καταστάσεις, τις οποίες θα αντιμετωπίζουμε σε αυτήν την πορεία, τουλάχιστον για τις χώρες του Νότου. Τότε μπορείτε να μου πείτε, μοιρολατρικά να δεχθούμε αυτήν την πορεία;
Γιατί ψηφίζουμε «ναι», μία πορεία συνεχιζόμενης ύφεσης, μεγέθυνσης της ανεργίας και της ανισοκατανομής του πλούτου και του εισοδήματος της βίαιης δημιουργίας μιας κοινωνίας των 2/3, για να μην φθάσω να λέω του 1/3.
Και η απάντηση της Νέας Δημοκρατίας, η οποία έχει την πολιτική της, είναι ναι. Ναι, στην συνεχιζόμενη μονόπλευρη λιτότητα για 7 ακόμα χρόνια. Ναι, στη βίαιη ταξική επίθεση ενάντια στους εργαζόμενους, ναι, τελικά, στην αποτυχία.
Η απάντηση του ΠΑΣΟΚ είναι : όχι. Υπάρχουν και άλλοι δρόμοι. Δρόμοι, που θα οδηγήσουν στην προσέγγιση –παρακαλώ υπογραμμίστε το «προσέγγιση»- των ονομαστικών στόχων του Μάαστριχτ, με δίκαιη επιμέτρηση του κόστους της προσαρμογής. Δρόμοι, που οδηγούν ακόμα και στην επίτευξη -υπογραμμίστε το «επίτευξη»- των στόχων, εφόσον όμως πληρωθούν ορισμένες προϋποθέσεις ή θα υπάρξει επιμήκυνση του χρονικού πλαισίου ή θα υπάρξει γενναία μεταφορά πόρων από τον πλούσιο βορρά στο φτωχό νότο.
Κάτι τέτοιο απαιτεί συνεχιζόμενη διεκδίκηση στην πορεία προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Απαιτεί, επίσης, μια άλλη οικονομική πολιτική, διότι η Νέα Δημοκρατία, η ΕΟΚ, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ο ΟΟΣΑ αποτελούν το άλλοθι για να συνεχίζει τη δική της αντιφατική, αναποτελεσματική, μυωπική πολιτική της. Μία καθαρά εισπρακτική πολιτική, που ρίχνει όλο το κόστος της προσαρμογής στους εργάτες, στους ανέργους, στους μισθωτούς, στους μικρομεσαίους, στους αγρότες, στους συνταξιούχους.
Μια πολιτική όχι μόνο αντικοινωνική, αλλά και αντιαναπτυξιακή.
Και ας μη μας πει η Κυβέρνηση πως η πολιτική της είναι μονόδρομος. Διακεκριμένοι οικονομολόγοι, ο κ. Ζολώτας, ο κ. Αγγελόπουλος, έχουν επισημάνει την πλήρη αναποτελεσματικότητα του περίφημου «μονόδρομου».
Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής της Νέας Δημοκρατίας, βαθαίνει η ύφεση, αυξάνεται η ανεργία αποσαθρώνεται και ανθελληνίζεται η παραγωγική βάση της οικονομίας. Κατεδαφίζεται το κράτος πρόνοιας, αποψιλώνονται ολόκληρες περιοχές, αποδυναμώνεται κάθε ικμάδα περιφερειακής ανάπτυξης, εκποιείται και ανθελληνίζεται ο δημόσιος τομέας(…)
Έχει επίσης τεράστια ευθύνη η Κυβέρνηση, γιατί ως θεατής αποδέχθηκε την ομογενοποιημένη πορεία για όλους τους Ευρωπαίους, προς το ’97 άσχετα από το σημείο εκκίνησης. Αυτό είναι ένα τεράστιο λάθος διαπραγματευτικό, όχι μόνο ελληνικό, δυστυχώς όλος ο Νότος ευθύνεται γι’ αυτό. Προσαρμόστηκε η Κυβέρνηση πλήρως στις κοινοτικές επιταγές.
Δεν διεκδίκησε καμιά δέσμευση, δεν εξασφάλισε το πακέτο Ντελόρ. Και το είχαμε πει όχι στη Βουλή κατ’ ανάγκη, αλλά πολλές φορές δημόσια, πως υπογράφεται η συνθήκη του Μάαστριχτ, χωρίς ταυτόχρονα να περιέχεται και το πακέτο Ντελόρ 2, να ξέρουμε πού πάμε.
Δεν διαπραγματεύτηκε ειδικά μέτρα προσαρμογής που δικαιούται η Ελλάδα. Μην ξεχνάμε η Ελλάδα έχει 7% του ΑΕΠ σε στρατιωτικές δαπάνες, διότι ακριβώς ούτε το ΝΑΤΟ, ούτε η ΕΕ μπορούν να μας προστατεύσουν ή θέλουν να μας προστατεύσουν από τη μεγάλη εξ ανατολών απειλή. Ειδικότερα δεν ζητήθηκε αναγνώριση ενός χρυσού κανόνα στα δημοσιονομικά, της εξαίρεσης της χρηματοδότησης των δημοσίων επενδύσεων από τους περιορισμούς του δανεισμού του δημοσίου.
Ουσιαστικά, έμμεσα αποδέχθηκε την θεσμοθέτηση των δυο ταχυτήτων. Αφού θα έπρεπε να γνωρίζει ότι χωρίς αυτές τις αναπροσαρμογές, θα ήταν ανέφικτο να πετύχουμε τους στόχους.
Σε ό,τι αφορά τη θέση του ΠΑΣΟΚ για την ακολουθητέα οικονομική πολιτική έχουμε τονίσει με όλους τους δυνατούς τρόπους πως χωρίς ανάπτυξη η πολιτική της σταθεροποίησης οδηγεί την οικονομία σε ναυάγιο – ο Λαός έχει ένα ρητό που λέει «από τη μύγα ξύγκι δεν βγάζεις», είναι η πραγματικότητα – και επίσης το ότι χωρίς κοινωνική πολιτική, κλονίζεται η κοινωνική συνοχή και καθίστανται πράγματι ανέφικτη η αύξηση της παραγωγικότητας.
Σε ό,τι αφορά την πορεία προς την ΟΝΕ, μια πορεία που με τα σημερινά δεδομένα φαίνεται αδιέξοδη για τις χώρες του νότου, η θέση του ΠΑΣΟΚ είναι πως η Ελλάδα σε συνεργασία με τις χώρες του νότου, πρέπει να δώσει τη μεγάλη μάχη για την επίτευξη των παρακάτω στόχων:
Πρώτον, το πακέτο Ντελόρ 2 να ισχύσει στο σύνολό του, χωρίς αλλοιώσεις και περικοπές. Δεύτερον, όπως έχει τονιστεί στη Βουλή απ’ άλλους, με την ολοκλήρωση της ΟΝΕ η νομισματική και συναλλαγματική πολιτική ασκείται πλέον –θα ασκηθεί δηλαδή- σε ευρωπαϊκό, όχι σε εθνικό επίπεδο.
Στα κράτη-μέλη παραμένει η δημοσιονομική πολιτική, που όμως ουσιαστικά περιορίζεται σε αναδιανεμητικό ρόλο. Εδώ πραγματικά βρίσκεται το κλειδί.
Σε μια ομόσπονδη Ευρώπη ο Ευρωπαϊκός Προϋπολογισμός πρέπει να είναι μεγέθους ικανού για την άσκηση αποτελεσματικής αναδιανεμητικής πολιτικής προς όφελος των κρατών- μελών του ευρωπαϊκού νότου και των οικονομικά καθυστερημένων περιοχών.
Μόνο κάτω από τέτοιες συνθήκες θα καταστεί δυνατή η σύγκλιση στα επίπεδα οικονομικής ανάπτυξης και εισοδημάτων, που δεν αφορούν τους στόχους τους τραπεζικούς, είναι άσχετα με τους τραπεζικούς στόχους, που έχει θέσει η Συνθήκη του Μάαστριχτ. Και εδώ σαφώς πρέπει να δοθεί η μάχη, από την έκβαση της οποίας θα κριθεί και το μέλλον της Χώρας μας.
Εδώ, ήθελα να φέρω ένα παράδειγμα: Όταν υπάρχει ενοποίηση του νομίσματος σε πέρα από μια χώρα, σε 2, σε 3, σε 5 χώρες αυτό λειτουργεί κατά τρόπο αρνητικό για όλες τις καθυστερημένες ή ασθενέστερες χώρες ή περιοχές. Και θα δώσω το απλό παράδειγμα των δύο Γερμανιών. Μόλις έγινε το ενιαίο νόμισμα, εμφανίστηκαν αμέσως τα τραγικά προβλήματα της Ανατολικής Γερμανίας.
Και η Δυτική Γερμανία αναγκάζεται, τώρα, να κάνει μεταφορές πόρων, πραγματικά αστρονομικών διαστάσεων, στην τέως Ανατολική Γερμανία, γιατί έχει την ευθύνη και μπορεί να ασκήσει δημοσιονομική πολιτική.
Σκεφθείτε, χωρίς τη δημοσιονομική πολιτική της Ευρώπης, τι θα συμβεί στις καθυστερημένες περιοχές. Γι’ αυτό και είναι απαραίτητο και κλειδί, να ολοκληρωθεί ο ομοσπονδιακός χαρακτήρας της Ευρώπης, έτσι ώστε η ευθύνη να είναι εκεί όπου υπάρχουν τα μέσα.
Τα μέσα θα τα έχουν οι Βρυξέλλες μετά την ένωση. Δεν θα τα έχουν τα κράτη-μέλη. Και εκεί υπάρχει η ευθύνη, η οποία βεβαίως πρέπει και να ελέγχεται δημοκρατικά.
Εδώ είναι, κατά τη γνώμη μου, και η κύρια δικαίωση, όχι η μόνη, για την πραγματοποίηση της Πολιτικής Ένωσης. Μόνο με μια Πολιτική Ένωση θα αναλυθούν αυτές οι ευθύνες, ώστε ο Κοινοτικός Προϋπολογισμός να μπορεί να καλύπτει τις ανισότητες οι οποίες δημιουργούνται από την ίδια τη διαδικασία και λειτουργία της ελεύθερης και ενιαίας αγοράς.
Αλλά πέρα απ’ αυτά, μιλώντας τώρα για την Ευρώπη και όχι για την Ελλάδα, -στο μέτρο βέβαια που είναι και η Ελλάδα αφορά και αυτήν- δεν αρκεί η ενιαία αγορά και το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα, για να αντιμετωπίσει η Ευρώπη τις προκλήσεις του μέλλοντος και σε ό,τι αφορά τις ΗΠΑ και σε ό,τι αφορά την Ιαπωνία. Απαιτείται η διαμόρφωση μιας αναπτυξιακής Ευρωπαϊκής Πολιτικής της ίδιας της Κοινότητας για την αντιμετώπιση της ανεργίας, καθώς και μια βιομηχανική πολιτική, που να εξασφαλίζει την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας απέναντι στα άλλα εμπορικά μπλοκ.(…)
Τόνισα πως το όραμα της ευρωπαϊκής ένωσης δεν χωράει στη συνθήκη του Μάαστριχτ και αυτό γιατί διαμορφώθηκε, κατά κύριο λόγο, από τις συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις της Ευρώπης.
Όταν το πολιτικό σκηνικό αλλάξει στην Ευρώπη, τότε θα ανοίξουν οι ορίζοντες για τη δημιουργία μιας πραγματικά ομόσπονδης Ευρώπης. Μόνο οι προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις μπορούν να μετατρέψουν το όραμα της ενωμένης Ευρώπης σε χειροπιαστή πραγματικότητα.
ΠΗΓΗ: theinsider.gr
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
0 Responses to “ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ: Πως ο Ανδρέας Παπανδρέου προέβλεψε με ακρίβεια την κρίση στη Ευρωζώνη”
Δημοσίευση σχολίου