Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012
Η Ευρώπη αντιμέτωπη με τη γερμανική ηγεμονία
Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012 by Unknown
Βλέποντας τα ονόματα όσων έχουν τιμηθεί με Νόμπελ Ειρήνης - Μεναχέμ Μπέγκιν, Χένρι Κίσινγκερ και Μπαράκ Ομπάμα - έρχεται στο μυαλό μας ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, που έλεγε ότι το βραβείο αυτό θα ήταν πιο σωστό να ονομάζεται Νόμπελ Πολέμου. Αυτή τη χρονιά, πάντως, η απονομή του μπορεί να ήταν λιγότερο πολεμοχαρής, αλλά προσφέρεται για σάτιρα: η Ευρωπαϊκή Ένωση νοιώθει ευτυχισμένη που φέτος τιμήθηκε με τη διάκριση αυτή, η οποία θα μπορούσε να ονομαστεί Νόμπελ Ναρκισσισμού |
Tου Πέρι Άντερσον*
Η τιμή που έκαναν, πάντως, στις Βρυξέλλες και στο Στρασβούργο με αυτή την απονομή φέτος, ήρθε στην ώρα της. Τις πρώτες χρονιές του 21ου αιώνα είδαμε την ευρωπαϊκή ματαιοδοξία να ανεβαίνει κατακόρυφα. Μας έκανε να πιστέψουμε ότι η ΕΕ πρόσφερε στην ανθρωπότητα το αρμονικό συνταίριασμα της κοινωνικής και της πολιτικής ανάπτυξης, σύμφωνα με τη ρήση του βρετανού ιστορικού Τόνι Τζαντ. Από το 2009, οι εμφύλιες διαμάχες στο εσωτερικό της ευρωζώνης διέψευσαν σκληρά αυτή την υπερβολική αυτοϊκανοποίηση. Χωρίς, ωστόσο, αυτό να σημαίνει ότι έχει εξαλειφθεί εντελώς. Θα ήταν πρόωρο να το υποθέσει κανείς, όπως μας δείχνει το παράδειγμα του γερμανού φιλόσοφου Γιούργκεν Χάμπερμας. Ένα μεγάλο τμήμα του πρόσφατου έργου του επιγράφεται « Η κρίση της ΕΕ υπό το φώς μιας συνταγματοποίησης του διεθνούς δικαίου». Στις εξήντα σελίδες του περιλαμβάνει κάπου εκατό αναφορές, από τις οποίες τα τρία τέταρτα παραπέμπουν σε γερμανούς συγγραφείς, ανάμεσα τους και ο ίδιος και τρεις συνεργάτες του – τους οποίους ευχαριστεί για τη βοήθεια που του προσφέρουν. Οι άλλες αναφορές αφορούν αποκλειστικά σε αγγλοαμερικάνους συγγραφείς, με πρώτο και καλύτερο τον βρετανό Ντέιβιντ Χελντ, που το όνομά του συνδέθηκε με την υπόθεση του γιου του Καντάφι [1]. Καμιά άλλη ευρωπαϊκή κουλτούρα δεν έχει δικαίωμα να καταγραφεί σ’ αυτή την απλοϊκή έκθεση επαρχιωτισμού. Το θέμα του κειμένου αυτού είναι ακόμα πιο φοβερό. Το 2008, ο Χάμπερμας είχε επικρίνει αυστηρά τη Συνθήκη της Λισαβόνας, γιατί δεν θεράπευε κατά κανένα τρόπο το δημοκρατικό έλλειμμα της ΕΕ και δεν άνοιγε κανένα ηθικό και πολιτικό ορίζοντα. Η υιοθέτησή της, έγραφε, δεν μπορούσε παρά να «διευρύνει το χάσμα που χωρίζει τις πολιτικές ελίτ από τους πολίτες», χωρίς να προσφέρει στην Ευρώπη έναν οποιοδήποτε θετικό προσανατολισμό. Αυτό που, αντίθετα, χρειαζόταν, ήταν, όπως έλεγε, ένα πανευρωπαϊκό δημοψήφισμα, που θα προικοδοτούσε την ΕΕ με μια κοινωνική και δημοσιονομική εναρμόνιση, με δικά της στρατιωτικά μέσα και, κυρίως, με μια προεδρία άμεσα εκλεγόμενη, η οποία και μόνο θα έσωζε την ήπειρο από ένα μέλλον «υπαγορευμένο από τη νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία». Σημείωνα τότε πως αυτός ο ενθουσιασμός του Χάμπερμας για μια δημοκρατική έκφραση της λαϊκής θέλησης ( για την οποία δεν έδειξε το ελάχιστο σημάδι στο εσωτερικό της χώρας του) ερχόταν σε αντίθεση με τις παραδοσιακές απόψεις του, και γι’ αυτό εκτιμούσα ότι μόλις υπογραφόταν η Συνθήκη της Λισαβόνας, θα την αποδεχόταν διακριτικά [2]. Ένας ανυπέρβλητος παράδεισος Η πρόβλεψη μου αυτή αποδείχθηκε κατώτερη της πραγματικότητας. Ο Χάμπερμας όχι μόνο αποδέχθηκε τη συνθήκη, αλλά έγινε και κήρυκάς της. Τώρα ανακάλυψε ότι όχι μόνο δεν ανοίγει χάσμα ανάμεσα στις ελίτ και τους πολίτες, αλλά είναι ένας συνταγματικός χάρτης, που δίνει μια χωρίς προηγούμενο ώθηση στην πορεία προς την ανθρώπινη ελευθερία, επενδύοντας τους θεσμούς με μια ευρωπαϊκή κυριαρχία θεμελιωμένη ταυτόχρονα στους πολίτες και στους λαούς (και όχι στα κράτη) της ΕΕ, αυτή τη φωτεινή μήτρα, η οποία θα γεννήσει το Κοινοβούλιο του μέλλοντος κόσμου. Η Ευρώπη της Λισαβόνας, καθοδηγώντας μια «διαδικασία εκπολιτισμού» που φέρνει την ειρήνη στις σχέσεις μεταξύ των κρατών, περιορίζει τη χρήση της ισχύος εναντίον εκείνων που παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα, χαράζει το δρόμο που οδηγεί από τη δική μας «διεθνή κοινότητα» του σήμερα – που είναι απαραίτητη αν και ατελής ακόμη - στην «κοσμοπολίτικη κοινότητα» του αύριο, ένα είδος διευρυμένης Ένωσης, που θα αγκαλιάσει και την τελευταία ψυχή πάνω στη Γη. Με ένα τέτοιο εκστατικό ενθουσιασμό, ο ναρκισσισμός των περασμένων δεκαετιών, όχι μόνο δεν αποδυναμώνεται, αλλά φτάνει σε νέο παροξυσμό. Το ότι η Συνθήκη της Λισαβόνας μιλάει για τα κράτη κι όχι για τους λαούς της Ευρώπης· το ότι υπογράφτηκε για να παραποιήσει τη λαϊκή θέληση όπως εκφράστηκε σε τρία δημοψηφίσματα· το ότι καθιερώνει μια δομή που δεν εμπιστεύονται εκείνοι στους οποίους επιβάλλεται· το ότι, αντί να γίνεται άσυλο των δικαιωμάτων του ανθρώπου, η ΕΕ αποτελεί αναπόσπαστο μέρος μιας πρακτικής βασανισμών και κατακτήσεων χωρίς οι πιο λαμπροί εκπρόσωποι της να πούνε μια λέξη: όλα αυτά εξαφανίζονται μέσα σε πανευτυχείς πανηγυρισμούς. Ο Χάμπερμας, χωρίς αμφιβολία, είναι εν μέρει θύμα της ίδιας της δικής του υπεροχής: κλεισμένος σε ένα διανοητικό σύμπαν που αποτελείται αποκλειστικά από θαυμαστές και μαθητές του, αποδεικνύεται όλο και λιγότερο ικανός να διαλεχτεί με θέσεις που απέχουν από τις δικές του έστω και λίγα χιλιοστά. Καθώς θεωρείται σύγχρονος διάδοχος του Καντ, κινδυνεύει να γίνει ένας μοντέρνος Λάιμπνιτς, οικοδομώντας με ατελείωτους ευφημισμούς μια θεοδικία, όπου τα κακά της οικονομικής απορρύθμισης συναγωνίζονται με τα αγαθά της αφύπνισης του κοσμοπολιτισμού, και όπου η Δύση ανοίγει το δρόμο της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων του ανθρώπου οδηγώντας στον παράδεισο μιας οικουμενικής νομιμότητας. Στη δίνη της ύφεσης Δεν έχει πάψει η συνήθεια να γίνεται η Ευρώπη σκοπός του κόσμου, χωρίς να γνωρίζουμε πολλά πράγματα για την πολιτισμική και πολιτική ζωή που συνεπάγεται. Και δεν είναι οι δυσκολίες που προκαλεί το ενιαίο νόμισμα αυτές που θα την κλονίσουν. Δεν έχει νόημα να επιμείνουμε στη σύγχυση που οδηγείται η ΕΕ εξ αιτίας της κρίσης του ευρώ. Η Ευρώπη κατατρύχεται από την πιο βαθιά και πιο μακρόχρονη ύφεση που γνώρισε μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Για να κατανοήσουμε ποιες είναι οι πηγές της, χρειάζεται να υπολογίσουμε την υποκείμενη δυναμική που λειτουργεί στην κρίση της ευρωζώνης. Για να μιλήσουμε με απλά λόγια, η ύφεση είναι συνισταμένη δύο μοιραίων εξελίξεων, που ενεργούν ανεξάρτητα η μία από την άλλη. Η πρώτη είναι η γενικευμένη έκρηξη του πλασματικού κεφαλαίου, με το οποίο οι αγορές λειτούργησαν στον αναπτυγμένο κόσμο στη διάρκεια του μεγάλου κύκλου χρηματοπιστωτικής μεταλλαγής που άνοιξε στη δεκαετία του ΄80, όταν η κερδοφορία στην πραγματική οικονομία συρρικνωνόταν υπό την πίεση του διεθνούς ανταγωνισμού και οι ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης έπεφταν από δεκαετία σε δεκαετία. Οι μηχανισμοί αυτής της επιβράδυνσης, που είναι εγγενείς στον καπιταλισμό, έχουν περιγραφεί με εξαιρετικό τρόπο από τον Ρομπέρ Μπρενέ στο έργο του για την ιστορία του ανεπτυγμένου καπιταλισμού ήδη από το 1945. Οι επιπτώσεις τους στη διόγκωση του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους, που δεν στήριξαν μόνο τα ποσοστά κέρδους, αλλά και την εκλογική βιωσιμότητα των κομμάτων εξουσίας, πρόσφατα αναλύθηκαν από τον Βόλφγκανγκ Στρεκ. Η αμερικάνικη οικονομία απεικονίζει αυτή την τροχιά με παραδειγματική σαφήνεια. Και η λογική της ισχύει για το σύστημα στο σύνολό του. Η ευρωπαϊκή ιδαιτερότητα Στην Ευρώπη, ωστόσο, μια διαφορετική λογική ακολουθήθηκε μετά την επανένωση της Γερμανίας και το σχέδιο της νομισματικής ένωσης στη Συνθήκη του Μάαστριχτ, και κατόπιν στο Σύμφωνο Σταθερότητας, που έχουν διαμορφωθεί με βάση τις γερμανικές απαιτήσεις. Σύμφωνα με αυτές, το κοινό νόμισμα έπρεπε να τεθεί υπό την κηδεμονία μιας κεντρικής τράπεζας που λειτουργεί με βάση τις αντιλήψεις του Χάγιεκ [3], ούτε, χωρίς να δίνει λογαριασμό ούτε στους εκλογείς στις κυβερνήσεις, αλλά θα είχε μοναδικό στόχο τη σταθερότητα των τιμών. Στη νέα νομισματική ζώνη θα κυριαρχούσε η γερμανική οικονομία, διευρυνόμενη προς τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, που προσέφεραν, λίγα μέτρα από τα σύνορα της, ένα πελώριο κοίτασμα φθηνής εργατικής δύναμης. Το κόστος της επανένωσης ήταν υψηλό και τράβηξε προς τα κάτω τη γερμανική οικονομική μεγέθυνση. Για να ξαναπάρει πάνω του, ο γερμανικός καπιταλισμός εφάρμοσε μια χωρίς προηγούμενο πολιτική συμπίεσης των μισθών, που τα γερμανικά συνδικάτα αναγκάστηκαν να αποδεχθούν υπό την απειλή της μεταφοράς των εργοστασίων στην Πολωνία, τη Σλοβακία και πιο πέρα ακόμα. Για τη Νότια Ευρώπη, οι οικονομικές συνέπειες ήταν πλήρως προβλέψιμες. Από τη μια, με την αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής και τη σχετική μείωση του κόστους εργασίας οι εξαγωγικές βιομηχανίες της Γερμανίας έγιναν πιο ανταγωνιστικές από ποτέ, λεηλατώντας ένα αυξανόμενο τμήμα των αγορών της ευρωζώνης. Από την άλλη, στην περιφέρειά της, η αντίστοιχη απώλεια ανταγωνιστικότητας των τοπικών οικονομιών δεν έγινε αισθητή χάρη σε μια υπερπροσφορά φθηνών κεφαλαίων με επιτόκια εικονικά, που ορίζονταν για όλη τη νομισματική ένωση με πλασματικό τρόπο, σύμφωνα με τους κανόνες που επέβαλε η Γερμανία. Χωρίς κοινό πεπρωμένο Όταν η γενικευμένη κρίση που εκδηλώθηκε στις ΗΠΑ χτύπησε την Ευρώπη, το αξιόχρεο του περιφερικού χρέους κατέρρευσε. Όμως, ενώ οι ΗΠΑ αντιμετώπισαν το πρόβλημα με μαζικά δημόσια σχέδια σωτηρίας αποτρέποντας την πτώχευση των τραπεζών των ασφαλιστικών εταιριών και αναξιόχρεων εταιριών, και με έκδοση χρήματος από την κεντρική τράπεζα που μπορούσε να φρενάρει τη μείωση της ζήτησης, στη ζώνη του ευρώ υπήρχαν δύο εμπόδια, που δεν επέτρεψαν να εφαρμοστεί μια τέτοια προσωρινή λύση. Δεν ήταν μόνο το καθεστώς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που προδιαγραφόταν στη Συνθήκη του Μάαστριχτ, το οποίο εμπόδιζε τυπικά την επαναγορά χρέους των κρατών μελών, αλλά και η ανυπαρξία «κοινού πεπρωμένου» του βεμπεριανού έθνους [4], που θα συνέδεε κυβερνώντες και κυβερνώμενους σε κοινή πολιτική τάξη, εντός της οποίας οι πρώτοι θα πλήρωναν ακριβά την πλήρη αγνόηση των υπαρξιακών αναγκών των δεύτερων. Στο ευρωπαϊκό είδωλο του φεντεραλισμού, δεν θα μπορούσε να υπάρξει παρά μια «ένωση μεταβιβάσεων» κατά το αμερικανικό μοντέλο. Έτσι, όταν η κρίση χτύπησε, η συνοχή της ευρωζώνης θα μπορούσε να εξασφαλιστεί όχι μόνο με τις κοινωνικές δαπάνες, αλλά με την πολιτική αυθεντία: εκ μέρους της Γερμανίας (επικεφαλής ενός συνασπισμού μικρών κρατών του Βορρά) με την επιβολή δρακόντειων προγραμμάτων λιτότητας –που δεν θα μπορούσαν να διανοηθούν οι δικοί της πολίτες στις χώρες του Νότου, οι οποίες δεν μπορούν πια να ξαναβρούν την ανταγωνιστικότητά τους εργαλείο την υποτίμηση. Οι κυβερνήσεις πέφτουν... Κάτω από αυτή την πίεση οι κυβερνήσεις των «μικρών» χωρών έπεσαν η μία μετά την άλλη. Στην Ιρλανδία, στην Πορτογαλία και την Ισπανία, τα καθεστώτα που βρέθηκαν στις εκλογές στην αρχή της κρίσης σαρώθηκαν στις εκλογές και έδωσαν τη θέση τους σε διάδοχες καταστάσεις, που ανέλαβαν να αυξήσουν τη δόση των δραστικών φαρμάκων. Στην Ιταλία, η εσωτερική διάβρωση και οι εξωτερικές παρεμβάσεις συνδυάστηκαν για να αντικατασταθεί μια κυβέρνηση στηριγμένη στη Βουλή από μια κυβέρνηση «τεχνοκρατών», χωρίς προσφυγή σε εκλογές. Στην Ελλάδα, ένα καθεστώς που επιβλήθηκε από το Βερολίνο, το Παρίσι και τις Βρυξέλλες, υποβίβασε τη χώρα σε μια κατάσταση που θυμίζει την Αυστρία του 1922, όταν επιβλήθηκε υψηλή επιτροπεία από την Αντάντ υπό την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών, η οποία απαιτούσε «όλο και μεγαλύτερες οικονομίες και θυσίες από όλα τα στρώματα του πληθυσμού» και πίεζε την κυβέρνηση «να σταθεροποιήσει τον Προϋπολογισμό σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο» προειδοποιώντας ότι «ο έλεγχος της επιτροπείας θα συνεχιζόταν, ώσπου να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα». Σε όλες τις χώρες που εφαρμόστηκαν μέτρα για την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των χρηματοπιστωτικών αγορών, συνοδεύτηκαν από τη μείωση των κοινωνικών δαπανών, την απορρύθμιση των αγορών και την ιδιωτικοποίηση των δημόσιων αγαθών. Για να τις δεσμεύσουν, το Βερολίνο και το Παρίσι αποφάσισαν να επιβάλουν τη συνταγματική κατοχύρωση της απαίτησης για ισοσκελισμένο Προϋπολογισμό εκ μέρους των 17 μελών της ευρωζώνης. Μια νέα «ειδική σχέση» Οι θεραπείες που δοκιμάστηκαν το 2011, δεν πρόκειται να γιατρέψουν τα προβλήματα της ευρωζώνης. Οι διαφορές των επιτοκίων που επιβάλλονται στα δημόσια δάνεια, δεν πρόκειται να επανέλθουν στα προ κρίσης επίπεδα. Και το χρέος που συσσωρεύεται δεν είναι αποκλειστικά δημόσιο. Αντίθετα, σύμφωνα με εκτιμήσεις οι επισφαλείς απαιτήσεις των τραπεζών έφταναν τα 1,3 τρισεκατομμύρια ευρώ. Τα προβλήματα πάνε πιο βαθιά, τα θεραπευτικά σχήματα είναι πιο αδύναμα και όσοι τα διαχειρίζονται είναι πιο εύθραυστοι απ’ ό,τι πιστεύουν οι επίσημοι κύκλοι. Τη στιγμή που είναι σαφές ότι το φάσμα της στάσης πληρωμών δεν έχει αντιμετωπιστεί, τα τεχνάσματα της κ. Μέρκελ και του κ. Σαρκοζί κινδυνεύουν να μην έχουν μέλλον. «Μπορούμε να περιμένουμε ότι η γερμανική ισχύς θα χρησιμοποιηθεί με τις πιο βίαιες μορφές, όχι μέσω υψηλών επιταγών ή της Κεντρικής Τράπεζας, αλλά μέσω της αγοράς», επισημαίναμε πριν την επέλαση της κρίσης. Η Γερμανία, που περισσότερο από κάθε άλλο κράτος υπήρξε η κυρίως υπεύθυνη για την κρίση του ευρώ εξαιτίας της πολιτικής της συμπίεσης των μισθών στο εσωτερικό και του φθηνού κεφαλαίου στο εξωτερικό, υπήρξε επίσης ο κύριος αρχιτέκτονας της πολιτικής που μεταφέρει τα βάρη στις πλάτες των πιο αδύναμων στρωμάτων. Με αυτή την έννοια, έχει φθάσει η στιγμή για μια νέα ευρωπαϊκή ηγεμονία. Μαζί της εμφανίστηκε το πρώτο αναίσχυντο μανιφέστο γερμανικής επικυριαρχίας στην ΕΕ. Το πρότυπο της γερμανικής ηγεμονίας Σε άρθρο του που δημοσίευσε η σημαντική γερμανική επιθεώρηση «Merkur» ο νομικός Κριστόφ Σόνμπεργκερ, εξηγεί ότι το είδος ηγεμονίας που είναι μοιραίο να ασκήσει η Γερμανία στην Ευρώπη, δεν έχει να κάνει με το οικτρό σλόγκαν «ενός αντιιμπεριαλιστικού λόγου αλά Γκράμσι». Οφείλουμε να την αντιληφθούμε με τη συνταγματική έννοια που δίνει ο νομικός Χάινριχ Τρίπελ, δηλαδή με το λειτουργικό ρόλο που ανατίθεται στο πιο ισχυρό κράτος στους κόλπους ενός ομοσπονδιακού συστήματος, κατά το πρότυπο της Πρωσίας στη Γερμανία τον 19ο και 20ού αιώνα. Η ΕΕ ανταποκρίνεται ακριβώς σ’ αυτό το πρότυπο: ένα ουσιαστικό διακυβερνητικό κονσόρτσιουμ συναντάται στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, του οποίου οι συνεδριάσεις αναγκαστικά δεν «παράγουν ήχο» και μόνο με τη βοήθεια της επιστημονικής φαντασίας θα μπορούσε να πει κανείς ότι μια μέρα θα καταστεί «το γαλάζιο άνθος της δημοκρατίας, απαλλαγμένο από κάθε γήινο θεσμικό κατάλοιπο [5]. Όμως, καθώς τα κράτη που εκπροσωπούνται στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο είναι άνισα ως προς το μέγεθος και το βάρος, θα ήταν μη ρεαλιστικό να υποθέσουμε ότι θα μπορούσαν να συντονιστούν σε ισότιμη βάση. Για να λειτουργήσει η ΕΕ, απαιτεί από το κράτος με το μεγαλύτερο πληθυσμό και πλούτο να της δώσει συνοχή και κατεύθυνση. Η Ευρώπη έχει ανάγκη από τη γερμανική ηγεμονία και οι Γερμανοί οφείλουν να πάψουν να δείχνουν δειλία στην άσκηση αυτής της ηγεμονίας. Η Γαλλία απλώς ακολουθεί Η Γαλλία, που το πυρηνικό οπλοστάσιό της και η μόνιμη έδρα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ δεν έχουν πια το ίδιο όπως άλλοτε βάρος, όφειλε να αναθεωρήσει τις απαιτήσεις της. Η Γερμανία όφειλε να συμπεριφερθεί στη Γαλλία όπως ο Φον Μπίσμαρκ στη Βαυαρία μέσα στο ομοσπονδιακό σύστημα του Δεύτερου Ράιχ, φιλοδωρώντας τον κατώτερο εταίρο με συμβολικά προνόμια και γραφειοκρατικές παρηγορίες. Θα αποδεχθεί η Γαλλία τόσο εύκολα την υποβάθμιση στο καθεστώς αυτό που επιφυλάχθηκε στο Δεύτερο Ράιχ για τη Βαυαρία; Ίδωμεν. Η γνώμη του Μπίσμαρκ για τους Βαυαρούς είναι γνωστή: «Κάτι ανάμεσα σ’ έναν Αυστριακό και ένα ανθρώπινο ον». Υπό την προεδρία του Σαρκοζί, η αναλογία δεν θα μπορούσε να φανεί ασυνήθιστη, καθώς το Παρίσι ήταν προσκολλημένο στις προτεραιότητες του Βερολίνου. Σήμερα, όμως, ίσως ταιριάζει ένας πιο σύγχρονος παραλληλισμός. Η αγωνία που δείχνει η γαλλική πολιτική τάξη να μη χωριστεί ποτέ από τα γερμανικά σχέδια μέσα στην ΕΕ και να συμπράττει πάντοτε σ’ αυτά, θυμίζει όλο και περισσότερο μια άλλη «ειδική σχέση»: των Βρετανών που αρπάζονται με απελπισία από το ρόλο του υπασπιστή των ΗΠΑ. Είναι ένα ερώτημα για πόσο χρόνο ακόμα μπορεί να διαρκέσει αυτή η οικειοθελής γαλλική υποταγή, χωρίς να υπάρξει αντίδραση. Οι φανφαρονισμοί του κ. Φόλκερ Κάουντερ, γραμματέα της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU), που είπε ότι «η Ευρώπη μιλάει πια γερμανικά», μπορούν να προκαλέσουν μάλλον μνησικακία παρά ευπείθεια. Εδώ και πολλά χρόνια, πάντως, κυρίως εξαιτίας της στρέβλωσης που προκαλεί το γαλλικό εκλογικό σύστημα, δεν υπάρχει στην ΕΕ πολιτική τάξη πιο ομόθυμα κομφορμιστική από τη γαλλική. Το να περιμένει κανείς ότι ο κ. Ολάντ θα επιδείξει λίγο περισσότερη οικονομική και στρατηγική ανεξαρτησία, θα ήταν μια νίκη της ελπίδας έναντι της πραγματικότητας. Πολιτικές και κοινωνικές δονήσεις Για τον ίδιο λόγο, δεν υπάρχει χώρα στην ΕΕ, όπου το χάσμα ανάμεσα στη λαϊκή γνώμη και τις επίσημες προθέσεις να είναι τόσο βαθύ. Ο κ. Ολάντ ήρθε στην εξουσία όπως και ο κ. Ραχόι στην Ισπανία, χωρίς νε επιδειχθεί ιδιαίτερος ζήλος από την πλευρά των ψηφοφόρων, σαν η μόνη εφικτή λύση. Εξίσου γρήγορα θα μπορούσε να εξασθενίσει η θέση του, μόλις εφαρμοστεί η πολιτική λιτότητας. Στους κόλπους του νεοφιλελεύθερου ευρωπαϊκού συστήματος, μόνο στην Ελλάδα προκλήθηκε σημαντική λαϊκή αναταραχή για την ώρα, αν και η Ισπανία γνωρίζει ήδη προμνημονιακές δονήσεις. Η αλήθεια είναι ότι τίποτε δεν εγγυάται ότι ακόμη και οι πιο σκληρές δοκιμασίες θα προκαλέσουν την αντίδραση των λαών και δεν θα τους παραλύσουν, όπως μας έδειξε η εμπειρία της παθητικότητας των Ρώσων απέναντι στην καταστροφική κυβέρνηση Γιέλτσιν. Ωστόσο, οι λαοί της ΕΕ είναι λιγότερο πεσμένοι και, καθώς οι όροι ζωής τους χειροτερεύουν σαφώς, τα περιθώρια της υπομονής τους μπορεί να αποδειχθούν μικρότερα. Πίσω από κάθε σενάριο υπάρχει μια πραγματικότητα: ακόμη κι αν μπορούσε να επιλυθεί η κρίση του ευρώ χωρίς να υποφέρουν οι πιο αδύναμοι –πράγμα απίθανο –η υποβόσκουσα περιστολή της ανάπτυξης δεν πρόκειται να εξαλειφθεί. * Ο Πέρι Άντερσον είναι καθηγητής Ιστορίας και Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Λος Άντζελες και συνεργάτης του New Left Review. _____________________ Σημειώσεις [1] Ο Χελντ είχε αναλάβει το διδακτορικό του Σαΐφαλ Ισλάμ Καντάφι στο Λόντον Σκουλ οφ Εκονόμικς. Το διδακτορικό του δόθηκε χωρίς να παραδώσει την εργασία του, με αντάλλαγμα μια γενναία χορηγία της Λιβύης. Όταν ξέσπασε το σκάνδαλο, ο Χελντ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το πανεπιστήμιο. [2] Το 2005 ο Χάμπερμπας μετείχε με πάθος στην καμπάνια για το γαλλικό δημοψήφισμα για τη Συνταγματική Συνθήκη προλέγοντας καταστροφές σε περίπτωση που απορριπτόταν. Δεν είπε λέξη, ωστόσο, όταν η Γερμανία αποφάνθηκε γι΄ αυτήν χωρίς προσφυγή σε οποιοδήποτε είδος λαϊκής ετυμηγορίας. Όπως άλλωστε έκανε και την εποχή της Συνθήκης του Μάαστριχτ. [3] Φιλελεύθερος αυστριακός οικονομολόγος (1899-1992). [4] Έννοια που χρησιμοποίησε ο γερμανός κοινωνιολόγος Μαξ Βέμπερ (1864-1920) [5] Δανεισμένο από τον ποιητή Νοβάλις. Πηγή: Η Εποχή |
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
0 Responses to “Η Ευρώπη αντιμέτωπη με τη γερμανική ηγεμονία ”
Δημοσίευση σχολίου