Τρίτη 5 Ιουνίου 2012
«Μεταπρατικός»
Τρίτη 5 Ιουνίου 2012 by Unknown
«… «Μεταπρατικός» είναι η μεταφορά στη γλώσσα μας του καθιερωμένου διεθνούς «Comprador» - ο όρος χαρακτηρίζει την κοινωνική ομάδα, που με την οικονομική αρχικά, την πολιτιστική κατόπιν, γενικότερα πράξη της, λειτουργεί, αφομοιώνοντας ως ελάσσονα υποτελή, τον εθνικό χώρο στο οικονομικό και πολιτιστικό σύστημα μιας αλλότριας δύναμης. Το αντίθετό του εκφράζει ο όρος εθνωτικός, «nationalitaire», (…) – κοινωνικές ομάδες, που από τη μέσα στην εντόπια παραγωγή τοποθέτησή τους, ωθούν σε μια αυτόνομη ανάπτυξη του τόπου τους. …» (Κωστής Μοσκώφ – Εισαγωγικά στην ιστορία του κινήματος της εργατικής τάξης / Η διαμόρφωση της εθνικής και κοινωνικής συνείδησης στην Ελλάδα – Καστανιώτης / Αθήνα 1985 – σελ. 25).
« … Οι Ευρωπαίοι περιηγητές, πορευόμενοι στους δύσκολους δρόμους, που ενώνανε τα κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, περιγράφουν μιαν έρημη, στεπώδη χώρα (…) Μεταξύ Πόλης και Ανδριανούπολης, σε μιαν απόσταση 300 χλμ., ο ταξιδιώτης είναι αλήθεια πως δε διαβαίνει παρά δυο μικρές πολιτείες και επτά χωριά΄ στο δρόμο ανάμεσα Θεσσαλονίκη και Βέροια, σε μιαν απόσταση 80 χλμ., θα διαβεί από τέσσερις συνοικισμούς, από εννέα στα 200 τόσα χιλιόμετρα, που χωρίζουν τη Λάρισα από τη Θεσσαλονίκη. Κοινή εντύπωση, οι κάμποι έχουν ερημωθεί΄ οι περιηγητές όμως τείνουν να παραβλέψουν ότι οι συγκοινωνίες αποφεύγουν τα ψηλώματα, ότι για λόγους ασφαλείας προτιμούν να διασχίζουν, έστω φιδοδρομώντας, τα χθαμαλά με όλες τις ελονοσίες τους και τις λάσπες΄ βλέπουν έτσι μιαν άλλη Ελλάδα, την Ελλάδα του κάμπου και τους ξεφεύγει ότι η πραγματική Ελλάδα έχει καταφύγει στα ορεινά.
Η μετακίνηση αυτή του πληθυσμού στάθηκε μια συνεχής πορεία΄ οικισμοί ολόκληροι – σπανιότερα άτομα μεμονωμένα – εξακολουθούν μέσα στην ιστορία τη φυγή΄(…)
Το φαινόμενο αυτό είναι γενικό σε ολόκληρη την Ελλάδα΄ οι κάμποι αδειάζουν από τον 16ο αιώνα, σταδιακά, ως και μετά το ΄21, όπου δεν υπάρχει κατάλληλη γη και καταφύγια στα βουνά, το ρόλο τους τον παίζουν τα νησιά του Αρχιπελάγους, εκείνα τα σιωπηλά μες στην πρότερη ελληνική ιστορία, η Ύδρα, οι Σπέτσες, η Κάσσος, τα Ψαρά, τα μικρότερα από τα Δωδεκάνησα (…)
Η πρώτη γενιά που εποικίζει το βουνό συνήθως αποδεκατίζεται, το πολιτιστικό επίπεδο οπισθοχωρεί αναγκαστικά, καθώς ανάλογα θα οπισθοχωρήσει και η παραγωγή. Οι καλλιέργειες στον τόπο εγκατάστασης δεν μπορεί παρά να αποβλέπουν πρωταρχικά στην απλή επιβίωση, η γη που συγκρατείται με ξερολιθιές στην απότομη πλαγιά, για δεκαετίες ολόκληρες θα σπαρεί και θα αποδώσει ένα ισχνό σιτάρι. …» (ό.π. σελ. 71 επ.).
«Καινούργιοι όροι, αυτοί εξωγενείς, θα ωθήσουν την παραγωγή προς μια νέα, επιταχυνόμενη ανάπτυξη΄ η συνθήκη του Κιουτσούκ – Καϊναρτζή, που τερματίζει το ρωσοτουρκικό πόλεμο, στα 1774, δίνει τη δυνατότητα σε όλους τους χριστιανούς υπηκόους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να χρησιμοποιήσουν τη ρωσική προστασία, εξασφαλίζοντάς τους από το αυθαίρετο της διοίκησης, αλλά και εξομοιώνοντας τους, από φορολογική άποψη, με τους Ευρωπαίους ανταγωνιστές τους, θέτοντάς τους ακόμα σε μια θέση πιο ευνοϊκή από αυτήν που κατέχουν οι μουσουλμάνοι και οι εβραίοι συντοπίτες τους. Η διάνοιξη της Μαύρης Θάλασσας και της ρωσικής αγοράς στο ελληνικό εμπόριο, ο ηπειρωτικός αποκλεισμός και οι ναπολεόντειοι πόλεμοι, προσφέρουν καινούργιες δυνατότητες στην ελλαδική οικονομία΄ η οικονομική απογείωση αγκαλιάζει, από τα 1780 – 1790, τα εμπορευματικά κέντρα του βουνού, από τα 1790 το σύνολο του ελλαδικού χώρου .…» (ό.π. σελ. 78 -79).
« … Η οικονομική απογείωση ολοκληρώνεται έτσι στις αρχές του 19ου αιώνα, πρόκειται όμως για μια απογείωση ανώμαλη, που όχι μόνο δεν πραγματοποιείται αλλά εντείνει ακόμα περισσότερο τη διάσπαση της ενότητας της ελλαδικής αγοράς΄ με την Ελλάδα του φτωχικού κάμπου, την εγκαταλελειμμένη στην ελονοσία και τον υποπληθυσμό της, θα συνυπάρχει τώρα η Ελλάδα των ορεινών βιοτεχνικών κέντρων, των ναυτικών νησιών, των μεταπρατικών κοιλάδων του Μωρηά. (…) Η αδιαφιλονίκητη μετά το Βατερλώ κυριάρχηση της διεθνούς αγοράς από την βρετανική βιομηχανία, θα υπαγορέψει τώρα τους όρους ενός δύσκολου θανάτου΄ η ελληνική βιοτεχνία θα πεθάνει μέσα στην πιο σφριγηλή της εφηβεία, ανυπεράσπιστη από την πολιτική ηγεσία του τόπου. Θα κυριαρχήσει με ξένα δεκανίκια ο μεταπρατικός κόσμος. …» (ό.π. σελ. 83).
« …Οι μεγάλοι πάροικοι (…) θα είναι η ισχυρότερη οικονομική δύναμη μέσα στην αθηναϊκή κοινωνία του 19ου αιώνα, και στον πολιτικό κόσμο θα καταλάβουν καίριες θέσεις (…) Έτσι οι παροικίες, ως ένα σημείο, θα γυρίσουν πίσω την οφειλή, ένα κομμάτι από την εθνική ενέργεια που είχαν απορροφήσει΄ η είσπραξη όμως θα γίνεται με τη μορφή ελεημοσύνης και δωρεάς΄ ο τόπος θα έχει για πάντα στερηθεί την εργασία και τα κεφάλαιά τους σαν στοιχεία μιας δικής του οργανικής ζωής, τη συμβολή τους σε μια εθνωτική, αυτόνομη προοπτική ανάπτυξης …» (ό.π. σελ. 89).
« … όσο και αν ο ανώνυμος της Ελληνικής Νομαρχίας απεγνωσμένα φωνάζει, «ελευθέρωσις της Ελλάδος δεν μπορεί να είναι έργο παρά του γένους μόνου του», γρήγορα στο σύνολό του ο μεταπρατικός ελλαδικός άνθρωπος της κυρίαρχης τάξης θα ενστερνισθεί αυτό που πηγάζει μέσα από την εντελέχεια της ελλαδικής δομής: πως η απελευθέρωση δε μπορεί να γίνει πράξη, παρά σε συνάρτηση με τα συμφέροντα και τις αντιθέσεις των δυνάμεων εκείνων, που ηγεμονεύουν σε μια κλίμακα που ήδη τότε είχε πάψει να είναι μόνο ευρωπαϊκή (…)
Το χάσμα έτσι, ανάμεσα στον τελικό σκοπό του ελληνικού διαφωτισμού – την εθνική αναγέννηση – και τις θυσίες που ο σκοπός αυτός απαίτησε από τα άτομα και τις κοινωνικές ομάδες, θα παραμείνει ανοικτό. Η εθνοποιητική διαδικασία, στο σύνολό της δεν υπήρξε τόσο δυνατή, ώστε να ξεπεράσει τις εσωτερικές αντιθέσεις, ενώνοντας σε κοινό μέτωπο τις ανταγωνιστικές τάξεις ενάντια στον οθωμανό κατακτητή και τις ξένες δυνάμεις (…), δε δημιούργησε αυτό που ο Antonio Gramsi ονομάζει «συλλογικό νου», θεωρώντας το καθοριστικό όρο μιας εθνικής αναγέννησης. Τη μεγάλη ώρα ο απλός λαός βρίσκεται διαιρεμένος πολιτικά και ιδεολογικά όπως και κοινωνικά σε δύο μικροκοινωνίες αντιθετικές – η ανεξαρτησία που τελικά κατακτήθηκε θα είναι πολύ σχετική. Για τον ρωμιό αυτόν, του 19ου αιώνα μένει μόνο η ειρωνική αισιοδοξία του, η ηρωική, μαχητική συμπεριφορά μπρος στην συλλογική τραγική του μοίρα. …» (ό.π. σελ. 97 - 98).
«… Οι αναπτυγμένες από την εποχή εκείνη χώρες της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης θα έχουν συμφέρον να εμποδίσουνε μια βιοτεχνική ανάπτυξη στον ελλαδικό χώρο΄ την Ελλάδα θα την θέλουν αγορά πρώτων υλών και αγορά των έτοιμων προϊόντων τους, αλλά, ιδίως, θα την θέλουν σαν προπύργιο ενάντια στη ρωσική επιρροή, που από τα 1774 πάει να ηγεμονεύσει στο σύνολο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο μεταπρατικός χώρος θα είναι ένας έτοιμος σύμμαχος της βρετανικής και γαλλικής πολιτικής (…) ο ανώτερος κλήρος, αφού αντιδράσει σε οποιαδήποτε αλλαγή, θα δεχτεί τελικά, ως έλασσον κακό, να συνταυτίσει τις τύχες του ενάντια στην Αγία Ρωσία, με την κοσμοπολίτικη ιδεολογία του μεταπρατικού κόσμου (…)
Σε μιαν από τις εμπιστευτικές εκείνες εκθέσεις, που αποτελούν τη δόξα της γαλλικής διπλωματίας στο 19ο αιώνα, ο επιτετραμμένος του Λουδοβίκου Φιλίππου στην Αθήνα, Piscatory, δίνει την εικόνα της πολιτικής δομής στην πρώτη αυτή οθωνική εποχή, πορτραίτο ψυχολογικό και ανάλυση της κοινωνικής, πολιτικής και ιδεολογικής τοποθέτησης μιας εκατοντάδας προυχόντων, ντόπιων ή παροίκων, του συνόλου αυτών, που ένας κοινωνιολόγος σήμερα θα ονόμαζε «πολιτική άρχουσα τάξη».
Πόσοι μέσα στον αριθμό αυτό ανήκουν στις εκατοντάδες απλών ανθρώπων του λαού, αγρότες, εμπόρους, ναυτικούς, παπάδες, που ξεχώρισαν μες στον εννιάχρονο αγώνα; Δέκα ή δώδεκα το πολύ, και αυτοί προσκυνημένοι, ξεκομμένοι από τη παλιά μαζική βάση τους, όργανα διοικητικά ή στρατιωτικά ενός κράτους, που οι μάζες αυτές δεν αναγνωρίζουν σαν πολιτική δική τους έκφραση. Ο Ξάνθος, πρωτεργάτης της Φιλικής σαπίζει αυτήν την ίδια εποχή, φτωχός τελώνης στις Σπέτσες, το ίδιο και άλλοι πρωτεργάτες του μεγάλου σηκωμού, ο Αναγνωστόπουλος, ο Τσακάλωφ, ο Λεβέντης, στο περιθώριο όλοι της πολιτικής, αποτυχημένοι συντελεστές της ιστορίας.
Αντίθετα μέσα στους 103 παράγοντες, που αναφέρει η έκθεση, επικρατούν οι παλιοί κοτσαμπάσηδες, πλουτισμένοι από την ιδιοποίησης της εθνικής γης και από τη συμμετοχή τους στις κυβερνήσεις της προκαποδιστριακής περιόδου΄ μέσα τους ξεχωρίζουν τέσσερις ομάδες΄ εκείνη πρώτα των μεγάλων σταφιδοπαραγωγών προυχόντων και εμπόρων της Αχαΐας, της Μεσσηνίας, της Τριφυλίας και Ήλιδας, εκπροσωπούμενη από 21 άτομα και όπου ηγεμονεύουν οι Λόντοι, οι Νοταράδες και οι Ζαϊμηδες΄ δίπλα τους μια μικρότερη ομάδα των νησιωτών, όπου η ηγεμονία των Κουντουριώτηδων αρχίζει να διαμφισβητείται από τον Βούλγαρη και όπου συνάρχει, λαϊκότερος αυτός, ο Ψαριανός μπουρλοτιέρης, ο Κ. Κανάρης΄ οι ετερόχθονες πάλι πάροικοι, τρίτη ομάδα αυτή από 21 άτομα, Φαναριώτες οι περισσότεροι΄ τέλος τέταρτη και πιο πολυπληθής, η ομάδα των προεστών της Ρούμελης, 38 άτομα, με λιγότερους δεσμούς με την αγορά πριν την Επανάσταση, τυπικοί εκπρόσωποι μιας χριστιανικής φεουδαλικής τάξης, τώρα απότομα πλουτίσαντες από την εξαγορά των κτημάτων της Αττικής, της Εύβοιας, της Αιτωλοακαρνανίας και της βορινής Φωκίδας, επαρχιών που επιδικάζονται στην Ελλάδα και παραδίδονται ειρηνικά μεταξύ 1828 – 1833.
Αν οι τρεις πρώτες ομάδες οφείλουν πρώτιστα τη δύναμη τους στην οικονομική τους οντότητα, οι Ρουμελιώτες προεστοί βασίζονται αντίθετα σε μια παρουσία λιγότερο οικονομική και αμεσότερα πολιτική (…). Στις γειτονιές της Αθήνας, όπου αρχικά, χωριστά κατά τόπους προέλευσης, οι έποικοι εγκαθίστανται, οι προύχοντες βρίσκουν μια λαϊκή μάζα έτοιμη να τους υποστηρίξει, ασκώντας πίεση στην Αυλή και στην Κυβέρνηση. …» (ό.π. σελ. 110 επ.).
«… Η Προστασία στα οθωνικά χρόνια είχε πρώτιστα σημασία στρατηγική για τις μεγάλες δυνάμεις΄ η επέμβασή τους, ακόμα και όταν ακολουθούσε μεθοδολογία οικονομική, με τα δάνεια ή με την επιβολή μιας ειδικής δασμολογικής πολιτικής, αποβλέπει στην εξασφάλιση, με την υποστήριξη ντόπιων πολιτικών δυνάμεων, στρατηγικών συμφερόντων. Από το 1850 και ύστερα η πολιτική των αναπτυγμένων κρατών κυριαρχείται όλο και περισσότερο από τη δίψα πρώτων υλών, από την ανάγκη εξασφάλισης αγορών για τα επεξεργασμένα προϊόντα τους, αργότερα και για τοποθετήσεις κεφαλαίων (…)
Η ελλαδική οικονομία θα εκσυγχρονιστεί έτσι, ως ένα βαθμό, κάτω από την απαίτηση της διεθνούς αγοράς και της Προστασίας (…) Οι ξένες επενδύσεις πολλαπλασιάζονται΄ ο ρόλος τους θα είναι τόσο πιο κυριαρχικός, όσο είναι αυτές επενδυμένες σε ένα ελάχιστο αριθμό των πιο ζωτικών και πιο προσοδοφόρων επιχειρήσεων. Το ντόπιο κεφάλαιο δεν κρατά τις θέσεις του παρά στη ναυτιλία και το εξωτερικό μεγάλο εμπόριο, τομείς όμως όπου βρίσκεται δεμένο έμμεσα με τις μεγάλες ασφαλιστικές επιχειρήσεις του City, τους χρηματοδότες του του Λονδίνου, του Παρισιού, της Φραγκφούρτης, ή των Βρυξελλών. Μέσα στις καινούργιες αυτές συνθήκες ο πόλεμος του 1897 επιταχύνει την ολοκλήρωση της εξάρτησης, αλλά επιταχύνει και την εκσυγχρονιστική διαδικασία. Η Προστασία μεταχειρίζεται άλλωστε την έξαψη των πατριωτικών αισθημάτων για να σπρώξει την κυβέρνηση στον πόλεμο, σχεδιάζοντας από τα πριν την ήττα. Ταπεινωμένος ο λαός είναι τώρα πια έτοιμος να δεχθεί ένα αμεσότερο, πιο αποτελεσματικό έλεγχο της οικονομικής του ζωής, με την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου. Έτσι 70 τόσα χρόνια μετά την Ανεξαρτησία η αναπτυγμένη Ευρώπη, με διεθνούς κύρους τώρα συμφωνία, αποκτά τον ανεξέλεγκτο έλεγχο στα δημοσιονομικά της χώρας, κλειδί της εθνικής αυτονομίας. Ο Δ.Ο.Ε., όπου συμμετέχουν όλοι οι δανειοδότες της ελληνικής οικονομίας, αλλά όπου κυριαρχεί η Μ. Βρετανία, η Γαλλία και η Γερμανία, διαχειρίζεται κατευθείαν τα κρατικά μονοπώλια (πετρέλαιο, σπίρτο, αλάτι, τσιγαρόχαρτα και παιγνιόχαρτα), τα κρατικά ένσημα, τα μεταλλεία της σμύριδας, τα τελωνιακά έσοδα του Πειραιά, με την δυνατότητα επέκτασης της διαχείρισης και στα λοιπά τελωνεία της χώρας΄ η διαχείριση αφορά τα 50% των κρατικών προσόδων και, όπως εισηγείται και επιβάλλει ο γάλλος πρεσβευτής στην Αθήνα, «ο Δ.Ο.Ε. θα πρέπει να διαχειρίζεται κατ΄ ευθείαν τις προσόδους που ανέλαβε, δίχως της οιαδήποτε παρεμβολή ενδιάμεσης ελληνικής αρχής». Είναι αλήθεια πως με την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου πάνω στην ελλαδική οικονομία, η αποτελεσματικότητα της διαχείρισης στα δημόσια οικονομικά πολλαπλασιάζεται΄ μέσα σε δέκα χρόνια θα διπλασιαστούν οι κρατικές πρόσοδοι – όμως και αποσβένονται στο διπλό οι ξένοι δανειστές της εθνικής οικονομίας.
Με την εγκατάσταση του Δ.Ο.Ε. ακόμα επισημοποιείται η εμφάνιση μέσα στην Προστασία μιας νέας, καινούργιας δύναμης, της Γερμανικής Αυτοκρατορίας. Από το 1881 οι τράπεζες της Φραγκφούρτης και της Δρέσδης συμμετέχουν στα μεγάλα σιδηροδρομικά δάνεια και το ποσοστό της συμμετοχής τους φθάνει στα 30% ως τα 1899. Από τα 1904 η Γερμανία πετυχαίνει να δημιουργήσει έναν ακόμα πόλο επιρροής στον ελλαδικό χώρο, με τη συνεργασία της Deutsche Bank με την Εθνική Τράπεζα για την από κοινού ίδρυση της Τράπεζας Ανατολής΄ ένα φιλόδοξο πρόγραμμα επενδύσεων, που εκτείνεται και πέρα από τα ελλαδικά σύνορα, σε όλη την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τα χριστιανικά Βαλκάνια, πάει να βάλει σε κίνδυνο τώρα την πρωτοκαθεδρία της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας (…)
Αλλά τα σπουδαιότερα επακόλουθα της γερμανικής εμφάνισης, μέσα στο χώρο της Προστασίας, παρουσιάζονται στο χώρο της ιδεολογίας. Σύμφωνα με το καθιερωμένο μεθοδολογικό μοντέλο μιας ιμπεριαλιστικής διείσδυσης, το Βερολίνο προσπαθεί να αποκτήσει μια λαϊκή στήριξη, ευνοώντας κάποια από τις ντόπιες κοινωνικές ομάδες. Ο χώρος που μένει διαθέσιμος στον τομέα αυτόν είναι ο πληθυσμός του παλιού εθνοποιητικού χώρου, από χρόνια όπως είπαμε άδειος από το οικονομικό του περιεχόμενο, έχοντας χάσει την παλαιότερή του κοινωνική λειτουργία (…)
Μέσα στην αποξηραμένη αυτή τώρα λαϊκή ορθοδοξία μια καινούργια μορφή του μεσσία θα αναζητηθεί στον κοινωνικό περίγυρο΄ σύντομα θα κάνει την εμφάνισή του μέσα στην λαϊκή αίσθηση ο νέος Κωνσταντίνος σαν βασιλιάς – προστάτης. Στα χρόνια 1900 – 1909 θα δοθεί στην τέτοια αίσθηση πολλές φορές μια πολιτική διέξοδος (…) Τα Ευαγγελικά στα 1901, οι γλωσσικές ταραχές που θα συνεχιστούν ως τα 1904, οργανώνονται, όπως φαίνεται από πολλές συγκλίνουσες πληροφορίες από τις γερμανικές μυστικές υπηρεσίες …» (ό.π. σελ. 114 επ.).
« … Ο αγροτικός χώρος εξακολουθεί στα χρόνια αυτά, από την Ανεξαρτησία ως το τέλος του Μεσοπολέμου, να αποτελεί τον κατ΄ εξοχή χώρο της ζωής του Έλληνα (…)
Κάμπος πλατύς, ζωσμένος από βουνά απόκρημνα, στο κέντρο ακριβώς του ελλαδικού κόσμου, η Θεσσαλία βρέθηκε, όσο καμιά άλλη περιοχή, πρόσφορη για την εξάπλωση της μεγάλης φεουδαλικής οθωμανικής ιδιοκτησίας΄ τα πεδινά της τμήματα παίρνουν έτσι την όψη μιας έρημης και στεππώδους χώρας. Ωστόσο οι ορεινές εκτάσεις της αναπτύχθηκαν σαν το δυναμικότερο κομμάτι του εθνογενετικού βιοτεχνικού χώρου. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα θεσσαλικά βιοτεχνικά κέντρα πλήγηκαν αργότερα από τα νοτιοελλαδικά από την παρακμή, βρέθηκαν λιγότερο απότομα υποχείρια – κάτω από την εξακολούθηση της οθωμανικής κυριαρχίας – μιας μεταπρατικής ηγεμονίας (…)
Πριν ακόμα από την Απελευθέρωση, στα 1881 μια αλλαγή στο πρόσωπο του ιδιοκτήτη αρχίζει να συντελείται΄ δεν είναι όμως οι καλλιεργητές της γης που ωφελούνται΄ οι μουσουλμάνοι τσιφλικούχοι σπεύδουν να πουλήσουν σε τιμές ευκαιρίας τα κτήματά τους, αλλά τα ποσά είναι πάλι πολύ μεγάλα για τους κολλήγους τους΄ ως τα 1882 τα τρία τέταρτα των γαιών έχουν περιέλθει σε έλληνες των παροικιών κυρίως, ένα μικρότερο ποσοστό αγοράστηκε από ντόπιους γαιοκτήμονες. Μπορεί ίσως να πει κανείς πως με τις αλλαγές αυτές επιδεινώνεται η σχετική θέση των παραγωγών της επαρχίας. Οι σχέσεις παραγωγής μένουν στον ίδιο βαθμό φεουδαλικές, αλλά επιβαρύνονται τώρα από μια αποικιακής μορφής επικυριαρχία΄ οι νέοι γαιοκτήμονες δεν καταναλώνουν επί τόπου τα κέρδη τους΄ κάθε χρόνο 5 – 10.000.000 χρυσές δραχμές, το πέμπτο περίπου του αγροτικού εισοδήματος της Θεσσαλίας, μεταφέρεται στην αθηναϊκή πρωτεύουσα΄ μεγάλο μέρος αυτού του κεφαλαίου επενδύεται στην οικοδόμηση των ωραίων εκείνων νεοκλασικών μεγάρων, που έδωσαν το χρώμα και την αισθαντικότητα της Αθήνας στην πριν τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο εποχή. …» (ό.π. σελ 119 επ.)
«… Η έλλειψη μιας τάξης, που δεν είναι μόνο οργανωτής της παραγωγής αλλά και που λειτουργεί σαν οργανωτής μαζί και δημιουργός μιας αυτόνομης ανάπτυξης της δομής της χώρας, μιας τάξης που από την ίδια της τη λειτουργία είναι ικανή να πραγματοποιήσει την ένωση της υπαίθρου και της πόλης, σε μια βάση εθνική, καταργώντας τη μεταξύ τους ανταγωνιστική αντίθεση, παίζει πρωταρχικό ρόλο στην κυριάρχηση της συνείδησης του αστικού πληθυσμού από μια τέτοια μικροτοπική ιδεολογία.
Έτσι, η καινούργια πόλη λειτουργεί και πάλι οργανωτικά μέσα στην παραγωγή, η λειτουργία της όμως τώρα είναι μεταπρατική, δεν αναπτύσσει, υποτάσσει στη διεθνή αγορά το γύρω της χώρο. Η κοινωνία της πόλης, ο κόσμος της, λειτουργεί σαν μια μισθοφορική στρατιά, στην υπηρεσία των δυνάμεων, που κυριαρχούν στη διεθνή αγορά΄ τα διάφορα τμήματα της αστικής τάξης υπηρετούν σαν αξιωματούχοι τα υποτελή λαϊκά στρώματα, σαν λεηλατούντες φαντάροι.
Η εκμεταλλευτική σχέση δεν υπάρχει άλλωστε, κοινωνικά και εδαφικά, μόνο προς το μη μεταπρατικό χώρο΄ παράλληλα, στο εσωτερικό της κοινωνίας της πόλης αναπτύσσεται μιαν ακόμη ανταγωνιστική σχέση, αυτή ανάμεσα στην πρωτεύουσα και στις λοιπές πόλεις . Η Αθήνα που δεν είχε παρά 10.000 κατοίκους στα 1820, έχει 20.000 στα 1830, 65.000 στα 1860, 220.000 στα 1904. Μέσα στον πληθυσμό της οι κυρίαρχες τάξεις δεν αριθμούν παραπάνω από 12.000 άτομα στα 1909. Η μεγάλη μάζα συγκροτείται από τους δημοσίους υπαλλήλους, δασκάλους, δικηγόρους, διανοούμενους κάθε σειράς, αλλά ακόμα, κατά το μεγαλύτερο βαθμό, από ένα πολυπληθές υποπρολεταριάτο, μια μάζα λαού που ζει από τις γενναιοδωρίες σε βάρος του προϋπολογισμού …» (ό.π. σελ. 133).
«… ο μεταπρατικός κόσμος θα έχει ολοκληρώσει στο κατώφλι ήδη του 20ου αιώνα τη διείσδυσή του μέσα στον ελλαδικό χώρο και θα ηγεμονεύει ολοκληρωτικά από την εποχή αυτή στην ελλαδική δομή. Στο απόγειο αυτό της ισχύος της η κυρίαρχη πόλη θα περάσει μιαν ολόκληρη σειρά οικονομικές και εθνικές κρίσεις΄ στο πολιτιστικό πεδίο όμως, όπως και στο πεδίο του πολιτικού, το κατεστημένο αυτό θα συνεχίζει να εφησυχάζει και να υπνώττει, κατατριβόμενο σε προστριβές προσωπικές, όλο και πιο αποκομμένο, μες στο ανεξέλεγκτο της παντοδυναμίας του, από τις πλατύτερες μάζες (…). Την γενικευμένη αυτήν απάθεια θα την ταράξουν στην αρχή ορισμένες εγρήγορες συνειδήσεις …» (ό.π. σελ. 147).
« … Μέσα στην διαιωνιζόμενη κρίση της σταφιδοπαραγωγής, δίχως διαφαινόμενες προοπτικές διεξόδου, η κοινωνική πίεση θα εκτονωθεί ωστόσο στα χρόνια 1892 – 1909 με την επάνοδο των πιο καταπιεζομένων, των πιο εξαθλιωμένων από τις αγροτικές μάζες, στην πρώτη πανάρχαια ανταρσία έναντι του πεπρωμένου, στην διέξοδο της φυγής (ένας δείκτης μιας τέτοιας εξέλιξης είναι η αύξηση της μετανάστευσης προς τις Ηνωμένες Πολιτείες με μέσο ετήσιο όρο μεταναστών … για τα έτη 1900 – 1905 τα 10.175 άτομα και για τα έτη 1905 – 1910 τα 32.100 άτομα …)…» (ό.π. σελ.173).
«… Αίτιο της κρίσης της ελλαδικής κοινωνίας, θα δει την έλλειψη μιας ρεαλιστικής θέασης των πραγμάτων από την εντόπια ηγεσία: «Η πρώτη λοιπόν αιτία όλης της σειράς των ανωμάλων φαινομένων ήτο η τόσον ιστορικώς μοιραία και αναπόφευκτος όσον και ουτοπιστικώς βλαβερά τάσις του έθνους, ευθύς μετά την απελευθέρωσιν του, προς πολιτικήν ¨μεγάλων ιστορικών παραδόσεων¨, όχι μόνον δυσαναλόγων προς τας μικράς του δυνάμεις, αλλά μη ανταποκρινομένων εν πολλοίς και με τους παράγοντας της πραγματικότητος. Η πρώτη αυτή κεντρική, ούτως ειπείν, αιτία κατ΄ αναπόφευκτον συνέπειαν εγέννησε δεύτερον κύκλον ατόπων και βλαβερών φαινομένων: φανατικήν συντηρητικότητα εις όλα, διαστροφήν της αλήθειας, παραγνώρισιν της πραγματικότητος, υποστήριξιν νεκρών τύπων και συστημάτων, καταπολέμισιν πάσης ζωντανής, τολμηράς ιδέας κλπ.».
Τις ρίζες αυτής της αλλοτρίωσης θα ψάξει να τις βρει στην εξουδετέρωση από την οθωμανική κατάκτηση της παλιάς φεουδαλικής ηγεσίας, την πτώχευση αυτή του αίματος (…) Δεν θα δει πως η έλλειψη αυτονομίας της αστικής τάξης, η αδυναμία αυτοπραγμάτωσής της οδηγεί στην αδυναμία και αυτοσυνείδησής της (…)
Ο Σκληρός, δεν θα προχωρήσει σε μιαν βαθύτερη ανάλυση της υλικής βάσης μέσα στην ελλαδική ζωή: «Ημπορεί κανείς να φαντασθή ευνοϊκότερον έδαφος δι΄ εύκολον κυριαρχίαν εκ μέρους ολίγων σχετικά αστών; … Εξασφαλισθέντες δια του συντάγματος απέναντι της αριστοκρατικής βασιλείας και επωφελούμενοι της αμαθείας και του ασυντάκτου του λαού, ήρχισαν να κυβερνούν τον τόπον, λόγω μεν συνταγματικώς, πράγματι δε απολυταρχικώς … έκτοτε η ολιγάριθμος κυριαρχούσα ελληνική πλουτοκρατία, μένουσα άνευ πραγματικής ελέγξεως άνωθεν και κάτωθεν, κρυπτόμενη δε όπισθεν φελελευθέρου λαϊκού πολιτεύματος αφ΄ ενός, αφ΄ ετέρου δε όπισθεν μεγάλων ιστορικών παραδόσεων και πομπωδών λέξεων, παρεδώθη ανενοχλήτως εις όλων των ειδών τα όργια, διαφθείρουσα δια του παραδείγματός της παν το περιβάλλον», γράφει [στα 1907] (…)
Ο Σκληρός δεν θα σταματήσει καθόλου, το είδαμε, στην υποτελή φύση της ελλαδικής δομής (…)
Με το έργο του Σκληρού δεν θα απομυστικοποιηθούν οι θεμελιακές σχέσεις της ελλαδικής πραγματικότητας΄ οι σχέσεις της υποτέλειας (…) Η σκέψη του, αν και υλιστική στις γενικές γραμμές της, γίνεται συχνά ιδεαλιστική στην ιστορική της ανάλυση΄ το διαλεκτικό υλισμό τον αφομοιώνει κάποτε σαν μια φρασεολογία που ντύνει τις εκφράσεις του …» (ό.π. σελ.222 επ.).
«… Στα 1900 έχει ήδη αρχίσει η αφομοίωση των εργατικών πληθυσμιακών στρωμάτων στις βιομηχανοποιημένες κοινωνίες της δυτικής Ευρώπης’ η αποικιοκρατία, βάση της ευημερίας των κοινωνιών αυτών, γίνεται και επίσημα αποδεκτή στα πολιτικά προγράμματα της σοσιαλδημοκρατίας (…) Για τον Μπερνστάιν, ηγετική μορφή του γερμανικού σοσιαλισμού, «το αποικιακό πρόβλημα είναι το πρόβλημα της εξάπλωσης του πολιτισμού»΄ ακόμα και για τον Ζωρές και τους ουμανιστές που κινούνται γύρω από το εκτελεστικό γραφείο της Διεθνούς, (…), το πρόβλημα της ανάπτυξης του περιφερειακού στη βιομηχανοποιημένη Ευρώπη χώρου και της Ελλάδας μαζί, δεν βρίσκεται στον αγώνα για μια αυτοδιάθεση των καταπιεσμένων λαών, αλλά στον «εξανθρωπισμό της αποικιοκρατίας», στο να εξαναγκαστεί η αστική τάξη «σε μια αποικιακή πολιτική πιο ουμανιστική» (…)
Το γεγονός ότι οι ευρωπαϊκές δυνάμεις, στην προσπάθεια κυριάρχησης του οθωμανικού κράτους, χρησιμοποίησαν η κάθε μια τους και μιαν άλλη από τις υποτελείς μέσα στην Αυτοκρατορία εθνότητες, οδηγεί στο να διοχετευτεί στην κάθε εθνότητα η σοσιαλιστική ιδεολογία, με διαφορετική χροιά, ανάλογα, βέβαια, με την ευρωπαϊκή εκείνη δύναμη, με την οποία συνδέεται περισσότερο, μέσα από την Παιδεία και τις άλλες σχέσεις της, η καθεμία εθνικότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Για το σύνολο των λαών αυτών πάντως, μέσα στην οθωμανική κοινωνία η Ευρώπη φαίνεται να εκπροσωπεί τον πολιτισμό, την ασφάλεια έναντι της αυθαιρεσίας. Ο σοσιαλισμός αναπτύσσεται έτσι αρχικά σαν κίνημα όχι διαμαρτυρίας αλλά επίσπευσης της αφομοίωσης στην Ευρώπη γενικά αλλά και ειδικότερα στις επί μέρους δυνάμεις΄ έτσι, η Γαλλία επηρεάζει περισσότερο το αρμενικό στοιχείο, το εβραϊκό η Αυστρία, η Γερμανία το μουσουλμανικό, ενώ η Μ. Βρετανία παραμένει, όπως και στο ελεύθερο Βασίλειο, η κυρίαρχη δύναμη μέσα στον ελληνισμό της Τουρκίας….» (ό.π. σελ. 250 επ.).
«… η μεταπρατική παρεκτροπή αντανακλά τις αλλαγές που έχουν πραγματοποιηθεί μέσα στον πλατύτερο χώρο της λειτουργίας του ελληνισμού τα νεώτερα χρόνια. Οι εμπορευματικές διαδικασίες θα πάψουν να κατευθύνονται από τον ελληνισμό μέσα στον εθνικό χώρο του, όταν μεμονωμένα έθνη αρχικά, μετά ολόκληρος ο κόσμος της «αναπτυγμένης» Ευρώπης θα κυριαρχήσει στην παγκόσμια αγορά (…) Η φυγή προς το βουνό, ο εποικισμός του ορεινού χώρου που επακολουθεί την οθωμανική παρακμή συντελεί στο να πραγματοποιήσει και ο ελληνισμός μια απογείωση οικονομική, ανάλογη με την ευρωπαϊκή (…) Γρήγορα η ευρωπαϊκή οικονομία θα επιβληθεί παντού εξουδετερώνοντας με την πολιτική ή και αμεσότερα οικονομικής της παρουσία τις εστίες της εθνωτικής ανάπτυξης. Ο ελλαδικός άνθρωπος κινείται τώρα σε ιδεολογικά πλαίσια που άλλοι του θέτουν, καθώς όλο και στενότερα συνδέεται με τον ευρωπαϊκό χώρο, τις κυρίαρχες δυνάμεις του (…)
Ο ελληνισμός μεταβάλλεται σταδιακά από την κατ΄ εξοχήν εμπορευματική κάστα της Ανατολικής Μεσογείου, από nation – classe, σε πράκτορα της οικονομίας της Ευρώπης. Τότε μέσα στον 19ο αιώνα θα συντελεστεί η ουσιαστική άλωση κάποιας ελλαδικής ψυχής (…) ο ορεινός βιοτεχνικός κόσμος καταστρέφεται και παρακμάζει, αποξενωμένος από το οικονομικό του περιεχόμενο΄ ο άλλοτε εθνωτικός χώρος θα μείνει κατάλληλος μόνο για ποιμενικά ειδύλλια, προπύργιο, μες στην πίκρα του, κάθε αντίδρασης (…)
« 3. Στη μονιμότερη υφή της ελληνικής συνείδησης, στην πρωταρχική της αίσθηση του τραγικού, η μεταπρατική τροπή μετά το 1820 θα δώσει άλλες ιδιαίτερες αποχρώσεις – δική της συμβολή θα είναι η αίσθηση της αμηχανίας και της ιδεολογικής ασάφειας (…) Μέσα στην έφεση για αφομοίωση στον ευρωπαϊκό χώρο, η ευρωπαϊκή ιδεολογία θα διαχέεται βιαστικά και μηχανιστικά, διαστρεβλώνοντας ή επικαλύπτοντας τις ελλοχεύουσες εντόπιες αντιθέσεις, με ένα «langage», την εκάστοτε ειδική γλώσσα του συρμού΄ θα συμφύρονται έτσι, συχνά άκριτα, ρομαντισμός και κλασικισμός, φιλελευθερισμός και προσήλωση στη μοναρχία, κοινωνικός ριζοσπαστισμός και προσήλωση στη τσαρική Ρωσία (…) Ο μεταπρατικός κόσμος διαχέεται τώρα μέσα σε όλο τον ελλαδικό χώρο΄ καθορίζει τα πλαίσια κίνησης τόσο της επικρατούσας αστικής όσο και των συμμαχικών ακόμη, όσο και των αντιπάλων της κοινωνικών στρωμάτων. Θα διαχυθεί πέρα από την καθιερωμένη φιλελεύθερη ιδεολογία, το ίδιο έντονος μέσα στους προδρόμους της σοσιαλιστικής σκέψης, στα καινά δαιμόνια που μεταγλωττίζουν στον ελλαδικό χώρο την προωθημένη σκέψη της Ευρώπης, όσο και στον αναρχισμό της Πάτρας και τον ουτοπιστικό σοσιαλισμό των πρώτων αθηναϊκών εργατικών στρωμάτων΄ θα διαστρεβλώσει μέσα στη δική του οπτική ακόμη και τις πρώτες προσπάθειες οικοδόμησης μιας επιστημονικής σοσιαλιστικής σκέψης.
Ο μεταπρατικός τρόπος σκέψης σαν έκφραση των κοινωνικών εκείνων δυνάμεων που κυριαρχούν στον ελλαδικό χώρο θέτει τα πλαίσια μέσα στα οποία τελείται κάθε ιδεολογική κίνηση …» (ό.π. σελ. 478).
« Το Κ.Κ.Ε. (…) συνέλαβε απ΄ τα 1934 την ιδιομορφία της Ελλάδας, χώρας «με μέση κεφαλαιοκρατική ανάπτυξη, με σημαντικά μισοφεουδαρχικά υπολείμματα στο χωριό, μα και με σημαντική εξάρτηση από το ξένο κεφάλαιο …» (…).
Μέσα από το κόμμα συνειδητοποιείται γρήγορα η ταξική υπόσταση της ελληνικής κοινωνίας, δεν συνειδητοποιείται ωστόσο και η ουσιαστική σημασία της κύριας αντίθεσης – της εξάρτησης, η οργανική πρόσδεση του κοινωνικού συστήματος της κυρίαρχης εμπορομεσιτικής τάξης στο εξωτερικό, στην συλλογική αυτή μητρόπολη που είναι η ιμπεριαλιστική Δύση (…) Το κίνημα της εργατικής τάξης στην Ελλάδα θα αργήσει να συνειδητοποιήσει ολοκληρωμένα την κύρια αυτή αντίφαση της ελληνικής πραγματικότητας (…) Στα χρόνια του Μεσοπολέμου ακόμα δεν θα μπορέσει να συνειδητοποιήσει ολοκληρωμένα την κοινωνική πραγματικότητα. Η ανάγνωση της κοινωνίας θα συντελείται ακόμα πάνω στα κεντροευρωπαϊκά πρότυπα του θεωρητικού μοντέλου του μαρξισμού …» (ό.π. σελ. 489 – 490).
«… Ωστόσο από κανένα δεν ξεφεύγει πως η σχέση με τον Πασά είναι η σχέση με την συγκεκριμένη εξουσία – ο ξένος επικυρίαρχος και ο εντόπιος κυρίαρχος με το άλλοτε φιλελεύθερο, άλλοτε βλοσυρό του προσωπείο.
Ο τουρκικός Καραγκιόζης δημιούργημα ενός περίγυρου «ανατολικού φεουδαλισμού» δεν μιλά ποτέ ενάντια στην εξουσία (…)
Ο Καραγκιόζης όπως διαμορφώνεται μέσα στην ελλαδική κοινωνία, αντίθετα, μεταμορφώνει το ερωτικοηθικό σε κοινωνικοηθικό.
Η εξουσία, που άλλοτε εκπροσωπούσε, μέσα στη θεολογική γλώσσα της παραδοσιακής ιδεολογίας, ο Πασάς, κρατά την ονομασία της τουρκοκρατίας αποφεύγοντας ευέλικτα να φορέσει ρενδικότα φράγκικη – το οργανικό ρούχο του συμβόλου που εκπροσωπεί.
Στο εξαρτημένο ελλαδικό βασίλειο οι αντιφάσεις δεν ξεπερνιούνται. Ο Καραγκιόζης λαός συνεχίζει να κάνει τεμενάδες στον Πασά. Όποτε του δίνεται ωστόσο η ευκαιρία ξεθυμαίνει, βγάζει τη γλώσσα του, και εξαντλεί έτσι το άχτι του εκφράζοντας με μια τέτοια συμπεριφορά την τραγική του αίσθηση του αγώνα – αλλά και του αδιέξοδου.
Τα πράγματα δεν αλλάζουν μέσα στην υπερβατική αυτή ζαβολιά – τα πρόσωπα διατηρούνται ωστόσο αλώβητα, διαθέσιμα να προχωρήσουν μόλις φανεί διέξοδος σε μια πιο ουσιαστική Κάθαρση, να προχωρήσουν έτσι στο φόνο του Πασά, μόλις το επιτρέψουν οι καιροί …» (Κωστής Μοσκώφ – Δοκίμια – Εξάντας 1979, σελ. 82).
Tags:
Απόψεις
« … Οι Ευρωπαίοι περιηγητές, πορευόμενοι στους δύσκολους δρόμους, που ενώνανε τα κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, περιγράφουν μιαν έρημη, στεπώδη χώρα (…) Μεταξύ Πόλης και Ανδριανούπολης, σε μιαν απόσταση 300 χλμ., ο ταξιδιώτης είναι αλήθεια πως δε διαβαίνει παρά δυο μικρές πολιτείες και επτά χωριά΄ στο δρόμο ανάμεσα Θεσσαλονίκη και Βέροια, σε μιαν απόσταση 80 χλμ., θα διαβεί από τέσσερις συνοικισμούς, από εννέα στα 200 τόσα χιλιόμετρα, που χωρίζουν τη Λάρισα από τη Θεσσαλονίκη. Κοινή εντύπωση, οι κάμποι έχουν ερημωθεί΄ οι περιηγητές όμως τείνουν να παραβλέψουν ότι οι συγκοινωνίες αποφεύγουν τα ψηλώματα, ότι για λόγους ασφαλείας προτιμούν να διασχίζουν, έστω φιδοδρομώντας, τα χθαμαλά με όλες τις ελονοσίες τους και τις λάσπες΄ βλέπουν έτσι μιαν άλλη Ελλάδα, την Ελλάδα του κάμπου και τους ξεφεύγει ότι η πραγματική Ελλάδα έχει καταφύγει στα ορεινά.
Η μετακίνηση αυτή του πληθυσμού στάθηκε μια συνεχής πορεία΄ οικισμοί ολόκληροι – σπανιότερα άτομα μεμονωμένα – εξακολουθούν μέσα στην ιστορία τη φυγή΄(…)
Το φαινόμενο αυτό είναι γενικό σε ολόκληρη την Ελλάδα΄ οι κάμποι αδειάζουν από τον 16ο αιώνα, σταδιακά, ως και μετά το ΄21, όπου δεν υπάρχει κατάλληλη γη και καταφύγια στα βουνά, το ρόλο τους τον παίζουν τα νησιά του Αρχιπελάγους, εκείνα τα σιωπηλά μες στην πρότερη ελληνική ιστορία, η Ύδρα, οι Σπέτσες, η Κάσσος, τα Ψαρά, τα μικρότερα από τα Δωδεκάνησα (…)
Η πρώτη γενιά που εποικίζει το βουνό συνήθως αποδεκατίζεται, το πολιτιστικό επίπεδο οπισθοχωρεί αναγκαστικά, καθώς ανάλογα θα οπισθοχωρήσει και η παραγωγή. Οι καλλιέργειες στον τόπο εγκατάστασης δεν μπορεί παρά να αποβλέπουν πρωταρχικά στην απλή επιβίωση, η γη που συγκρατείται με ξερολιθιές στην απότομη πλαγιά, για δεκαετίες ολόκληρες θα σπαρεί και θα αποδώσει ένα ισχνό σιτάρι. …» (ό.π. σελ. 71 επ.).
«Καινούργιοι όροι, αυτοί εξωγενείς, θα ωθήσουν την παραγωγή προς μια νέα, επιταχυνόμενη ανάπτυξη΄ η συνθήκη του Κιουτσούκ – Καϊναρτζή, που τερματίζει το ρωσοτουρκικό πόλεμο, στα 1774, δίνει τη δυνατότητα σε όλους τους χριστιανούς υπηκόους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να χρησιμοποιήσουν τη ρωσική προστασία, εξασφαλίζοντάς τους από το αυθαίρετο της διοίκησης, αλλά και εξομοιώνοντας τους, από φορολογική άποψη, με τους Ευρωπαίους ανταγωνιστές τους, θέτοντάς τους ακόμα σε μια θέση πιο ευνοϊκή από αυτήν που κατέχουν οι μουσουλμάνοι και οι εβραίοι συντοπίτες τους. Η διάνοιξη της Μαύρης Θάλασσας και της ρωσικής αγοράς στο ελληνικό εμπόριο, ο ηπειρωτικός αποκλεισμός και οι ναπολεόντειοι πόλεμοι, προσφέρουν καινούργιες δυνατότητες στην ελλαδική οικονομία΄ η οικονομική απογείωση αγκαλιάζει, από τα 1780 – 1790, τα εμπορευματικά κέντρα του βουνού, από τα 1790 το σύνολο του ελλαδικού χώρου .…» (ό.π. σελ. 78 -79).
« … Η οικονομική απογείωση ολοκληρώνεται έτσι στις αρχές του 19ου αιώνα, πρόκειται όμως για μια απογείωση ανώμαλη, που όχι μόνο δεν πραγματοποιείται αλλά εντείνει ακόμα περισσότερο τη διάσπαση της ενότητας της ελλαδικής αγοράς΄ με την Ελλάδα του φτωχικού κάμπου, την εγκαταλελειμμένη στην ελονοσία και τον υποπληθυσμό της, θα συνυπάρχει τώρα η Ελλάδα των ορεινών βιοτεχνικών κέντρων, των ναυτικών νησιών, των μεταπρατικών κοιλάδων του Μωρηά. (…) Η αδιαφιλονίκητη μετά το Βατερλώ κυριάρχηση της διεθνούς αγοράς από την βρετανική βιομηχανία, θα υπαγορέψει τώρα τους όρους ενός δύσκολου θανάτου΄ η ελληνική βιοτεχνία θα πεθάνει μέσα στην πιο σφριγηλή της εφηβεία, ανυπεράσπιστη από την πολιτική ηγεσία του τόπου. Θα κυριαρχήσει με ξένα δεκανίκια ο μεταπρατικός κόσμος. …» (ό.π. σελ. 83).
« …Οι μεγάλοι πάροικοι (…) θα είναι η ισχυρότερη οικονομική δύναμη μέσα στην αθηναϊκή κοινωνία του 19ου αιώνα, και στον πολιτικό κόσμο θα καταλάβουν καίριες θέσεις (…) Έτσι οι παροικίες, ως ένα σημείο, θα γυρίσουν πίσω την οφειλή, ένα κομμάτι από την εθνική ενέργεια που είχαν απορροφήσει΄ η είσπραξη όμως θα γίνεται με τη μορφή ελεημοσύνης και δωρεάς΄ ο τόπος θα έχει για πάντα στερηθεί την εργασία και τα κεφάλαιά τους σαν στοιχεία μιας δικής του οργανικής ζωής, τη συμβολή τους σε μια εθνωτική, αυτόνομη προοπτική ανάπτυξης …» (ό.π. σελ. 89).
« … όσο και αν ο ανώνυμος της Ελληνικής Νομαρχίας απεγνωσμένα φωνάζει, «ελευθέρωσις της Ελλάδος δεν μπορεί να είναι έργο παρά του γένους μόνου του», γρήγορα στο σύνολό του ο μεταπρατικός ελλαδικός άνθρωπος της κυρίαρχης τάξης θα ενστερνισθεί αυτό που πηγάζει μέσα από την εντελέχεια της ελλαδικής δομής: πως η απελευθέρωση δε μπορεί να γίνει πράξη, παρά σε συνάρτηση με τα συμφέροντα και τις αντιθέσεις των δυνάμεων εκείνων, που ηγεμονεύουν σε μια κλίμακα που ήδη τότε είχε πάψει να είναι μόνο ευρωπαϊκή (…)
Το χάσμα έτσι, ανάμεσα στον τελικό σκοπό του ελληνικού διαφωτισμού – την εθνική αναγέννηση – και τις θυσίες που ο σκοπός αυτός απαίτησε από τα άτομα και τις κοινωνικές ομάδες, θα παραμείνει ανοικτό. Η εθνοποιητική διαδικασία, στο σύνολό της δεν υπήρξε τόσο δυνατή, ώστε να ξεπεράσει τις εσωτερικές αντιθέσεις, ενώνοντας σε κοινό μέτωπο τις ανταγωνιστικές τάξεις ενάντια στον οθωμανό κατακτητή και τις ξένες δυνάμεις (…), δε δημιούργησε αυτό που ο Antonio Gramsi ονομάζει «συλλογικό νου», θεωρώντας το καθοριστικό όρο μιας εθνικής αναγέννησης. Τη μεγάλη ώρα ο απλός λαός βρίσκεται διαιρεμένος πολιτικά και ιδεολογικά όπως και κοινωνικά σε δύο μικροκοινωνίες αντιθετικές – η ανεξαρτησία που τελικά κατακτήθηκε θα είναι πολύ σχετική. Για τον ρωμιό αυτόν, του 19ου αιώνα μένει μόνο η ειρωνική αισιοδοξία του, η ηρωική, μαχητική συμπεριφορά μπρος στην συλλογική τραγική του μοίρα. …» (ό.π. σελ. 97 - 98).
«… Οι αναπτυγμένες από την εποχή εκείνη χώρες της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης θα έχουν συμφέρον να εμποδίσουνε μια βιοτεχνική ανάπτυξη στον ελλαδικό χώρο΄ την Ελλάδα θα την θέλουν αγορά πρώτων υλών και αγορά των έτοιμων προϊόντων τους, αλλά, ιδίως, θα την θέλουν σαν προπύργιο ενάντια στη ρωσική επιρροή, που από τα 1774 πάει να ηγεμονεύσει στο σύνολο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο μεταπρατικός χώρος θα είναι ένας έτοιμος σύμμαχος της βρετανικής και γαλλικής πολιτικής (…) ο ανώτερος κλήρος, αφού αντιδράσει σε οποιαδήποτε αλλαγή, θα δεχτεί τελικά, ως έλασσον κακό, να συνταυτίσει τις τύχες του ενάντια στην Αγία Ρωσία, με την κοσμοπολίτικη ιδεολογία του μεταπρατικού κόσμου (…)
Σε μιαν από τις εμπιστευτικές εκείνες εκθέσεις, που αποτελούν τη δόξα της γαλλικής διπλωματίας στο 19ο αιώνα, ο επιτετραμμένος του Λουδοβίκου Φιλίππου στην Αθήνα, Piscatory, δίνει την εικόνα της πολιτικής δομής στην πρώτη αυτή οθωνική εποχή, πορτραίτο ψυχολογικό και ανάλυση της κοινωνικής, πολιτικής και ιδεολογικής τοποθέτησης μιας εκατοντάδας προυχόντων, ντόπιων ή παροίκων, του συνόλου αυτών, που ένας κοινωνιολόγος σήμερα θα ονόμαζε «πολιτική άρχουσα τάξη».
Πόσοι μέσα στον αριθμό αυτό ανήκουν στις εκατοντάδες απλών ανθρώπων του λαού, αγρότες, εμπόρους, ναυτικούς, παπάδες, που ξεχώρισαν μες στον εννιάχρονο αγώνα; Δέκα ή δώδεκα το πολύ, και αυτοί προσκυνημένοι, ξεκομμένοι από τη παλιά μαζική βάση τους, όργανα διοικητικά ή στρατιωτικά ενός κράτους, που οι μάζες αυτές δεν αναγνωρίζουν σαν πολιτική δική τους έκφραση. Ο Ξάνθος, πρωτεργάτης της Φιλικής σαπίζει αυτήν την ίδια εποχή, φτωχός τελώνης στις Σπέτσες, το ίδιο και άλλοι πρωτεργάτες του μεγάλου σηκωμού, ο Αναγνωστόπουλος, ο Τσακάλωφ, ο Λεβέντης, στο περιθώριο όλοι της πολιτικής, αποτυχημένοι συντελεστές της ιστορίας.
Αντίθετα μέσα στους 103 παράγοντες, που αναφέρει η έκθεση, επικρατούν οι παλιοί κοτσαμπάσηδες, πλουτισμένοι από την ιδιοποίησης της εθνικής γης και από τη συμμετοχή τους στις κυβερνήσεις της προκαποδιστριακής περιόδου΄ μέσα τους ξεχωρίζουν τέσσερις ομάδες΄ εκείνη πρώτα των μεγάλων σταφιδοπαραγωγών προυχόντων και εμπόρων της Αχαΐας, της Μεσσηνίας, της Τριφυλίας και Ήλιδας, εκπροσωπούμενη από 21 άτομα και όπου ηγεμονεύουν οι Λόντοι, οι Νοταράδες και οι Ζαϊμηδες΄ δίπλα τους μια μικρότερη ομάδα των νησιωτών, όπου η ηγεμονία των Κουντουριώτηδων αρχίζει να διαμφισβητείται από τον Βούλγαρη και όπου συνάρχει, λαϊκότερος αυτός, ο Ψαριανός μπουρλοτιέρης, ο Κ. Κανάρης΄ οι ετερόχθονες πάλι πάροικοι, τρίτη ομάδα αυτή από 21 άτομα, Φαναριώτες οι περισσότεροι΄ τέλος τέταρτη και πιο πολυπληθής, η ομάδα των προεστών της Ρούμελης, 38 άτομα, με λιγότερους δεσμούς με την αγορά πριν την Επανάσταση, τυπικοί εκπρόσωποι μιας χριστιανικής φεουδαλικής τάξης, τώρα απότομα πλουτίσαντες από την εξαγορά των κτημάτων της Αττικής, της Εύβοιας, της Αιτωλοακαρνανίας και της βορινής Φωκίδας, επαρχιών που επιδικάζονται στην Ελλάδα και παραδίδονται ειρηνικά μεταξύ 1828 – 1833.
Αν οι τρεις πρώτες ομάδες οφείλουν πρώτιστα τη δύναμη τους στην οικονομική τους οντότητα, οι Ρουμελιώτες προεστοί βασίζονται αντίθετα σε μια παρουσία λιγότερο οικονομική και αμεσότερα πολιτική (…). Στις γειτονιές της Αθήνας, όπου αρχικά, χωριστά κατά τόπους προέλευσης, οι έποικοι εγκαθίστανται, οι προύχοντες βρίσκουν μια λαϊκή μάζα έτοιμη να τους υποστηρίξει, ασκώντας πίεση στην Αυλή και στην Κυβέρνηση. …» (ό.π. σελ. 110 επ.).
«… Η Προστασία στα οθωνικά χρόνια είχε πρώτιστα σημασία στρατηγική για τις μεγάλες δυνάμεις΄ η επέμβασή τους, ακόμα και όταν ακολουθούσε μεθοδολογία οικονομική, με τα δάνεια ή με την επιβολή μιας ειδικής δασμολογικής πολιτικής, αποβλέπει στην εξασφάλιση, με την υποστήριξη ντόπιων πολιτικών δυνάμεων, στρατηγικών συμφερόντων. Από το 1850 και ύστερα η πολιτική των αναπτυγμένων κρατών κυριαρχείται όλο και περισσότερο από τη δίψα πρώτων υλών, από την ανάγκη εξασφάλισης αγορών για τα επεξεργασμένα προϊόντα τους, αργότερα και για τοποθετήσεις κεφαλαίων (…)
Η ελλαδική οικονομία θα εκσυγχρονιστεί έτσι, ως ένα βαθμό, κάτω από την απαίτηση της διεθνούς αγοράς και της Προστασίας (…) Οι ξένες επενδύσεις πολλαπλασιάζονται΄ ο ρόλος τους θα είναι τόσο πιο κυριαρχικός, όσο είναι αυτές επενδυμένες σε ένα ελάχιστο αριθμό των πιο ζωτικών και πιο προσοδοφόρων επιχειρήσεων. Το ντόπιο κεφάλαιο δεν κρατά τις θέσεις του παρά στη ναυτιλία και το εξωτερικό μεγάλο εμπόριο, τομείς όμως όπου βρίσκεται δεμένο έμμεσα με τις μεγάλες ασφαλιστικές επιχειρήσεις του City, τους χρηματοδότες του του Λονδίνου, του Παρισιού, της Φραγκφούρτης, ή των Βρυξελλών. Μέσα στις καινούργιες αυτές συνθήκες ο πόλεμος του 1897 επιταχύνει την ολοκλήρωση της εξάρτησης, αλλά επιταχύνει και την εκσυγχρονιστική διαδικασία. Η Προστασία μεταχειρίζεται άλλωστε την έξαψη των πατριωτικών αισθημάτων για να σπρώξει την κυβέρνηση στον πόλεμο, σχεδιάζοντας από τα πριν την ήττα. Ταπεινωμένος ο λαός είναι τώρα πια έτοιμος να δεχθεί ένα αμεσότερο, πιο αποτελεσματικό έλεγχο της οικονομικής του ζωής, με την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου. Έτσι 70 τόσα χρόνια μετά την Ανεξαρτησία η αναπτυγμένη Ευρώπη, με διεθνούς κύρους τώρα συμφωνία, αποκτά τον ανεξέλεγκτο έλεγχο στα δημοσιονομικά της χώρας, κλειδί της εθνικής αυτονομίας. Ο Δ.Ο.Ε., όπου συμμετέχουν όλοι οι δανειοδότες της ελληνικής οικονομίας, αλλά όπου κυριαρχεί η Μ. Βρετανία, η Γαλλία και η Γερμανία, διαχειρίζεται κατευθείαν τα κρατικά μονοπώλια (πετρέλαιο, σπίρτο, αλάτι, τσιγαρόχαρτα και παιγνιόχαρτα), τα κρατικά ένσημα, τα μεταλλεία της σμύριδας, τα τελωνιακά έσοδα του Πειραιά, με την δυνατότητα επέκτασης της διαχείρισης και στα λοιπά τελωνεία της χώρας΄ η διαχείριση αφορά τα 50% των κρατικών προσόδων και, όπως εισηγείται και επιβάλλει ο γάλλος πρεσβευτής στην Αθήνα, «ο Δ.Ο.Ε. θα πρέπει να διαχειρίζεται κατ΄ ευθείαν τις προσόδους που ανέλαβε, δίχως της οιαδήποτε παρεμβολή ενδιάμεσης ελληνικής αρχής». Είναι αλήθεια πως με την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου πάνω στην ελλαδική οικονομία, η αποτελεσματικότητα της διαχείρισης στα δημόσια οικονομικά πολλαπλασιάζεται΄ μέσα σε δέκα χρόνια θα διπλασιαστούν οι κρατικές πρόσοδοι – όμως και αποσβένονται στο διπλό οι ξένοι δανειστές της εθνικής οικονομίας.
Με την εγκατάσταση του Δ.Ο.Ε. ακόμα επισημοποιείται η εμφάνιση μέσα στην Προστασία μιας νέας, καινούργιας δύναμης, της Γερμανικής Αυτοκρατορίας. Από το 1881 οι τράπεζες της Φραγκφούρτης και της Δρέσδης συμμετέχουν στα μεγάλα σιδηροδρομικά δάνεια και το ποσοστό της συμμετοχής τους φθάνει στα 30% ως τα 1899. Από τα 1904 η Γερμανία πετυχαίνει να δημιουργήσει έναν ακόμα πόλο επιρροής στον ελλαδικό χώρο, με τη συνεργασία της Deutsche Bank με την Εθνική Τράπεζα για την από κοινού ίδρυση της Τράπεζας Ανατολής΄ ένα φιλόδοξο πρόγραμμα επενδύσεων, που εκτείνεται και πέρα από τα ελλαδικά σύνορα, σε όλη την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τα χριστιανικά Βαλκάνια, πάει να βάλει σε κίνδυνο τώρα την πρωτοκαθεδρία της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας (…)
Αλλά τα σπουδαιότερα επακόλουθα της γερμανικής εμφάνισης, μέσα στο χώρο της Προστασίας, παρουσιάζονται στο χώρο της ιδεολογίας. Σύμφωνα με το καθιερωμένο μεθοδολογικό μοντέλο μιας ιμπεριαλιστικής διείσδυσης, το Βερολίνο προσπαθεί να αποκτήσει μια λαϊκή στήριξη, ευνοώντας κάποια από τις ντόπιες κοινωνικές ομάδες. Ο χώρος που μένει διαθέσιμος στον τομέα αυτόν είναι ο πληθυσμός του παλιού εθνοποιητικού χώρου, από χρόνια όπως είπαμε άδειος από το οικονομικό του περιεχόμενο, έχοντας χάσει την παλαιότερή του κοινωνική λειτουργία (…)
Μέσα στην αποξηραμένη αυτή τώρα λαϊκή ορθοδοξία μια καινούργια μορφή του μεσσία θα αναζητηθεί στον κοινωνικό περίγυρο΄ σύντομα θα κάνει την εμφάνισή του μέσα στην λαϊκή αίσθηση ο νέος Κωνσταντίνος σαν βασιλιάς – προστάτης. Στα χρόνια 1900 – 1909 θα δοθεί στην τέτοια αίσθηση πολλές φορές μια πολιτική διέξοδος (…) Τα Ευαγγελικά στα 1901, οι γλωσσικές ταραχές που θα συνεχιστούν ως τα 1904, οργανώνονται, όπως φαίνεται από πολλές συγκλίνουσες πληροφορίες από τις γερμανικές μυστικές υπηρεσίες …» (ό.π. σελ. 114 επ.).
« … Ο αγροτικός χώρος εξακολουθεί στα χρόνια αυτά, από την Ανεξαρτησία ως το τέλος του Μεσοπολέμου, να αποτελεί τον κατ΄ εξοχή χώρο της ζωής του Έλληνα (…)
Κάμπος πλατύς, ζωσμένος από βουνά απόκρημνα, στο κέντρο ακριβώς του ελλαδικού κόσμου, η Θεσσαλία βρέθηκε, όσο καμιά άλλη περιοχή, πρόσφορη για την εξάπλωση της μεγάλης φεουδαλικής οθωμανικής ιδιοκτησίας΄ τα πεδινά της τμήματα παίρνουν έτσι την όψη μιας έρημης και στεππώδους χώρας. Ωστόσο οι ορεινές εκτάσεις της αναπτύχθηκαν σαν το δυναμικότερο κομμάτι του εθνογενετικού βιοτεχνικού χώρου. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα θεσσαλικά βιοτεχνικά κέντρα πλήγηκαν αργότερα από τα νοτιοελλαδικά από την παρακμή, βρέθηκαν λιγότερο απότομα υποχείρια – κάτω από την εξακολούθηση της οθωμανικής κυριαρχίας – μιας μεταπρατικής ηγεμονίας (…)
Πριν ακόμα από την Απελευθέρωση, στα 1881 μια αλλαγή στο πρόσωπο του ιδιοκτήτη αρχίζει να συντελείται΄ δεν είναι όμως οι καλλιεργητές της γης που ωφελούνται΄ οι μουσουλμάνοι τσιφλικούχοι σπεύδουν να πουλήσουν σε τιμές ευκαιρίας τα κτήματά τους, αλλά τα ποσά είναι πάλι πολύ μεγάλα για τους κολλήγους τους΄ ως τα 1882 τα τρία τέταρτα των γαιών έχουν περιέλθει σε έλληνες των παροικιών κυρίως, ένα μικρότερο ποσοστό αγοράστηκε από ντόπιους γαιοκτήμονες. Μπορεί ίσως να πει κανείς πως με τις αλλαγές αυτές επιδεινώνεται η σχετική θέση των παραγωγών της επαρχίας. Οι σχέσεις παραγωγής μένουν στον ίδιο βαθμό φεουδαλικές, αλλά επιβαρύνονται τώρα από μια αποικιακής μορφής επικυριαρχία΄ οι νέοι γαιοκτήμονες δεν καταναλώνουν επί τόπου τα κέρδη τους΄ κάθε χρόνο 5 – 10.000.000 χρυσές δραχμές, το πέμπτο περίπου του αγροτικού εισοδήματος της Θεσσαλίας, μεταφέρεται στην αθηναϊκή πρωτεύουσα΄ μεγάλο μέρος αυτού του κεφαλαίου επενδύεται στην οικοδόμηση των ωραίων εκείνων νεοκλασικών μεγάρων, που έδωσαν το χρώμα και την αισθαντικότητα της Αθήνας στην πριν τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο εποχή. …» (ό.π. σελ 119 επ.)
«… Η έλλειψη μιας τάξης, που δεν είναι μόνο οργανωτής της παραγωγής αλλά και που λειτουργεί σαν οργανωτής μαζί και δημιουργός μιας αυτόνομης ανάπτυξης της δομής της χώρας, μιας τάξης που από την ίδια της τη λειτουργία είναι ικανή να πραγματοποιήσει την ένωση της υπαίθρου και της πόλης, σε μια βάση εθνική, καταργώντας τη μεταξύ τους ανταγωνιστική αντίθεση, παίζει πρωταρχικό ρόλο στην κυριάρχηση της συνείδησης του αστικού πληθυσμού από μια τέτοια μικροτοπική ιδεολογία.
Έτσι, η καινούργια πόλη λειτουργεί και πάλι οργανωτικά μέσα στην παραγωγή, η λειτουργία της όμως τώρα είναι μεταπρατική, δεν αναπτύσσει, υποτάσσει στη διεθνή αγορά το γύρω της χώρο. Η κοινωνία της πόλης, ο κόσμος της, λειτουργεί σαν μια μισθοφορική στρατιά, στην υπηρεσία των δυνάμεων, που κυριαρχούν στη διεθνή αγορά΄ τα διάφορα τμήματα της αστικής τάξης υπηρετούν σαν αξιωματούχοι τα υποτελή λαϊκά στρώματα, σαν λεηλατούντες φαντάροι.
Η εκμεταλλευτική σχέση δεν υπάρχει άλλωστε, κοινωνικά και εδαφικά, μόνο προς το μη μεταπρατικό χώρο΄ παράλληλα, στο εσωτερικό της κοινωνίας της πόλης αναπτύσσεται μιαν ακόμη ανταγωνιστική σχέση, αυτή ανάμεσα στην πρωτεύουσα και στις λοιπές πόλεις . Η Αθήνα που δεν είχε παρά 10.000 κατοίκους στα 1820, έχει 20.000 στα 1830, 65.000 στα 1860, 220.000 στα 1904. Μέσα στον πληθυσμό της οι κυρίαρχες τάξεις δεν αριθμούν παραπάνω από 12.000 άτομα στα 1909. Η μεγάλη μάζα συγκροτείται από τους δημοσίους υπαλλήλους, δασκάλους, δικηγόρους, διανοούμενους κάθε σειράς, αλλά ακόμα, κατά το μεγαλύτερο βαθμό, από ένα πολυπληθές υποπρολεταριάτο, μια μάζα λαού που ζει από τις γενναιοδωρίες σε βάρος του προϋπολογισμού …» (ό.π. σελ. 133).
«… ο μεταπρατικός κόσμος θα έχει ολοκληρώσει στο κατώφλι ήδη του 20ου αιώνα τη διείσδυσή του μέσα στον ελλαδικό χώρο και θα ηγεμονεύει ολοκληρωτικά από την εποχή αυτή στην ελλαδική δομή. Στο απόγειο αυτό της ισχύος της η κυρίαρχη πόλη θα περάσει μιαν ολόκληρη σειρά οικονομικές και εθνικές κρίσεις΄ στο πολιτιστικό πεδίο όμως, όπως και στο πεδίο του πολιτικού, το κατεστημένο αυτό θα συνεχίζει να εφησυχάζει και να υπνώττει, κατατριβόμενο σε προστριβές προσωπικές, όλο και πιο αποκομμένο, μες στο ανεξέλεγκτο της παντοδυναμίας του, από τις πλατύτερες μάζες (…). Την γενικευμένη αυτήν απάθεια θα την ταράξουν στην αρχή ορισμένες εγρήγορες συνειδήσεις …» (ό.π. σελ. 147).
« … Μέσα στην διαιωνιζόμενη κρίση της σταφιδοπαραγωγής, δίχως διαφαινόμενες προοπτικές διεξόδου, η κοινωνική πίεση θα εκτονωθεί ωστόσο στα χρόνια 1892 – 1909 με την επάνοδο των πιο καταπιεζομένων, των πιο εξαθλιωμένων από τις αγροτικές μάζες, στην πρώτη πανάρχαια ανταρσία έναντι του πεπρωμένου, στην διέξοδο της φυγής (ένας δείκτης μιας τέτοιας εξέλιξης είναι η αύξηση της μετανάστευσης προς τις Ηνωμένες Πολιτείες με μέσο ετήσιο όρο μεταναστών … για τα έτη 1900 – 1905 τα 10.175 άτομα και για τα έτη 1905 – 1910 τα 32.100 άτομα …)…» (ό.π. σελ.173).
«… Αίτιο της κρίσης της ελλαδικής κοινωνίας, θα δει την έλλειψη μιας ρεαλιστικής θέασης των πραγμάτων από την εντόπια ηγεσία: «Η πρώτη λοιπόν αιτία όλης της σειράς των ανωμάλων φαινομένων ήτο η τόσον ιστορικώς μοιραία και αναπόφευκτος όσον και ουτοπιστικώς βλαβερά τάσις του έθνους, ευθύς μετά την απελευθέρωσιν του, προς πολιτικήν ¨μεγάλων ιστορικών παραδόσεων¨, όχι μόνον δυσαναλόγων προς τας μικράς του δυνάμεις, αλλά μη ανταποκρινομένων εν πολλοίς και με τους παράγοντας της πραγματικότητος. Η πρώτη αυτή κεντρική, ούτως ειπείν, αιτία κατ΄ αναπόφευκτον συνέπειαν εγέννησε δεύτερον κύκλον ατόπων και βλαβερών φαινομένων: φανατικήν συντηρητικότητα εις όλα, διαστροφήν της αλήθειας, παραγνώρισιν της πραγματικότητος, υποστήριξιν νεκρών τύπων και συστημάτων, καταπολέμισιν πάσης ζωντανής, τολμηράς ιδέας κλπ.».
Τις ρίζες αυτής της αλλοτρίωσης θα ψάξει να τις βρει στην εξουδετέρωση από την οθωμανική κατάκτηση της παλιάς φεουδαλικής ηγεσίας, την πτώχευση αυτή του αίματος (…) Δεν θα δει πως η έλλειψη αυτονομίας της αστικής τάξης, η αδυναμία αυτοπραγμάτωσής της οδηγεί στην αδυναμία και αυτοσυνείδησής της (…)
Ο Σκληρός, δεν θα προχωρήσει σε μιαν βαθύτερη ανάλυση της υλικής βάσης μέσα στην ελλαδική ζωή: «Ημπορεί κανείς να φαντασθή ευνοϊκότερον έδαφος δι΄ εύκολον κυριαρχίαν εκ μέρους ολίγων σχετικά αστών; … Εξασφαλισθέντες δια του συντάγματος απέναντι της αριστοκρατικής βασιλείας και επωφελούμενοι της αμαθείας και του ασυντάκτου του λαού, ήρχισαν να κυβερνούν τον τόπον, λόγω μεν συνταγματικώς, πράγματι δε απολυταρχικώς … έκτοτε η ολιγάριθμος κυριαρχούσα ελληνική πλουτοκρατία, μένουσα άνευ πραγματικής ελέγξεως άνωθεν και κάτωθεν, κρυπτόμενη δε όπισθεν φελελευθέρου λαϊκού πολιτεύματος αφ΄ ενός, αφ΄ ετέρου δε όπισθεν μεγάλων ιστορικών παραδόσεων και πομπωδών λέξεων, παρεδώθη ανενοχλήτως εις όλων των ειδών τα όργια, διαφθείρουσα δια του παραδείγματός της παν το περιβάλλον», γράφει [στα 1907] (…)
Ο Σκληρός δεν θα σταματήσει καθόλου, το είδαμε, στην υποτελή φύση της ελλαδικής δομής (…)
Με το έργο του Σκληρού δεν θα απομυστικοποιηθούν οι θεμελιακές σχέσεις της ελλαδικής πραγματικότητας΄ οι σχέσεις της υποτέλειας (…) Η σκέψη του, αν και υλιστική στις γενικές γραμμές της, γίνεται συχνά ιδεαλιστική στην ιστορική της ανάλυση΄ το διαλεκτικό υλισμό τον αφομοιώνει κάποτε σαν μια φρασεολογία που ντύνει τις εκφράσεις του …» (ό.π. σελ.222 επ.).
«… Στα 1900 έχει ήδη αρχίσει η αφομοίωση των εργατικών πληθυσμιακών στρωμάτων στις βιομηχανοποιημένες κοινωνίες της δυτικής Ευρώπης’ η αποικιοκρατία, βάση της ευημερίας των κοινωνιών αυτών, γίνεται και επίσημα αποδεκτή στα πολιτικά προγράμματα της σοσιαλδημοκρατίας (…) Για τον Μπερνστάιν, ηγετική μορφή του γερμανικού σοσιαλισμού, «το αποικιακό πρόβλημα είναι το πρόβλημα της εξάπλωσης του πολιτισμού»΄ ακόμα και για τον Ζωρές και τους ουμανιστές που κινούνται γύρω από το εκτελεστικό γραφείο της Διεθνούς, (…), το πρόβλημα της ανάπτυξης του περιφερειακού στη βιομηχανοποιημένη Ευρώπη χώρου και της Ελλάδας μαζί, δεν βρίσκεται στον αγώνα για μια αυτοδιάθεση των καταπιεσμένων λαών, αλλά στον «εξανθρωπισμό της αποικιοκρατίας», στο να εξαναγκαστεί η αστική τάξη «σε μια αποικιακή πολιτική πιο ουμανιστική» (…)
Το γεγονός ότι οι ευρωπαϊκές δυνάμεις, στην προσπάθεια κυριάρχησης του οθωμανικού κράτους, χρησιμοποίησαν η κάθε μια τους και μιαν άλλη από τις υποτελείς μέσα στην Αυτοκρατορία εθνότητες, οδηγεί στο να διοχετευτεί στην κάθε εθνότητα η σοσιαλιστική ιδεολογία, με διαφορετική χροιά, ανάλογα, βέβαια, με την ευρωπαϊκή εκείνη δύναμη, με την οποία συνδέεται περισσότερο, μέσα από την Παιδεία και τις άλλες σχέσεις της, η καθεμία εθνικότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Για το σύνολο των λαών αυτών πάντως, μέσα στην οθωμανική κοινωνία η Ευρώπη φαίνεται να εκπροσωπεί τον πολιτισμό, την ασφάλεια έναντι της αυθαιρεσίας. Ο σοσιαλισμός αναπτύσσεται έτσι αρχικά σαν κίνημα όχι διαμαρτυρίας αλλά επίσπευσης της αφομοίωσης στην Ευρώπη γενικά αλλά και ειδικότερα στις επί μέρους δυνάμεις΄ έτσι, η Γαλλία επηρεάζει περισσότερο το αρμενικό στοιχείο, το εβραϊκό η Αυστρία, η Γερμανία το μουσουλμανικό, ενώ η Μ. Βρετανία παραμένει, όπως και στο ελεύθερο Βασίλειο, η κυρίαρχη δύναμη μέσα στον ελληνισμό της Τουρκίας….» (ό.π. σελ. 250 επ.).
«… η μεταπρατική παρεκτροπή αντανακλά τις αλλαγές που έχουν πραγματοποιηθεί μέσα στον πλατύτερο χώρο της λειτουργίας του ελληνισμού τα νεώτερα χρόνια. Οι εμπορευματικές διαδικασίες θα πάψουν να κατευθύνονται από τον ελληνισμό μέσα στον εθνικό χώρο του, όταν μεμονωμένα έθνη αρχικά, μετά ολόκληρος ο κόσμος της «αναπτυγμένης» Ευρώπης θα κυριαρχήσει στην παγκόσμια αγορά (…) Η φυγή προς το βουνό, ο εποικισμός του ορεινού χώρου που επακολουθεί την οθωμανική παρακμή συντελεί στο να πραγματοποιήσει και ο ελληνισμός μια απογείωση οικονομική, ανάλογη με την ευρωπαϊκή (…) Γρήγορα η ευρωπαϊκή οικονομία θα επιβληθεί παντού εξουδετερώνοντας με την πολιτική ή και αμεσότερα οικονομικής της παρουσία τις εστίες της εθνωτικής ανάπτυξης. Ο ελλαδικός άνθρωπος κινείται τώρα σε ιδεολογικά πλαίσια που άλλοι του θέτουν, καθώς όλο και στενότερα συνδέεται με τον ευρωπαϊκό χώρο, τις κυρίαρχες δυνάμεις του (…)
Ο ελληνισμός μεταβάλλεται σταδιακά από την κατ΄ εξοχήν εμπορευματική κάστα της Ανατολικής Μεσογείου, από nation – classe, σε πράκτορα της οικονομίας της Ευρώπης. Τότε μέσα στον 19ο αιώνα θα συντελεστεί η ουσιαστική άλωση κάποιας ελλαδικής ψυχής (…) ο ορεινός βιοτεχνικός κόσμος καταστρέφεται και παρακμάζει, αποξενωμένος από το οικονομικό του περιεχόμενο΄ ο άλλοτε εθνωτικός χώρος θα μείνει κατάλληλος μόνο για ποιμενικά ειδύλλια, προπύργιο, μες στην πίκρα του, κάθε αντίδρασης (…)
« 3. Στη μονιμότερη υφή της ελληνικής συνείδησης, στην πρωταρχική της αίσθηση του τραγικού, η μεταπρατική τροπή μετά το 1820 θα δώσει άλλες ιδιαίτερες αποχρώσεις – δική της συμβολή θα είναι η αίσθηση της αμηχανίας και της ιδεολογικής ασάφειας (…) Μέσα στην έφεση για αφομοίωση στον ευρωπαϊκό χώρο, η ευρωπαϊκή ιδεολογία θα διαχέεται βιαστικά και μηχανιστικά, διαστρεβλώνοντας ή επικαλύπτοντας τις ελλοχεύουσες εντόπιες αντιθέσεις, με ένα «langage», την εκάστοτε ειδική γλώσσα του συρμού΄ θα συμφύρονται έτσι, συχνά άκριτα, ρομαντισμός και κλασικισμός, φιλελευθερισμός και προσήλωση στη μοναρχία, κοινωνικός ριζοσπαστισμός και προσήλωση στη τσαρική Ρωσία (…) Ο μεταπρατικός κόσμος διαχέεται τώρα μέσα σε όλο τον ελλαδικό χώρο΄ καθορίζει τα πλαίσια κίνησης τόσο της επικρατούσας αστικής όσο και των συμμαχικών ακόμη, όσο και των αντιπάλων της κοινωνικών στρωμάτων. Θα διαχυθεί πέρα από την καθιερωμένη φιλελεύθερη ιδεολογία, το ίδιο έντονος μέσα στους προδρόμους της σοσιαλιστικής σκέψης, στα καινά δαιμόνια που μεταγλωττίζουν στον ελλαδικό χώρο την προωθημένη σκέψη της Ευρώπης, όσο και στον αναρχισμό της Πάτρας και τον ουτοπιστικό σοσιαλισμό των πρώτων αθηναϊκών εργατικών στρωμάτων΄ θα διαστρεβλώσει μέσα στη δική του οπτική ακόμη και τις πρώτες προσπάθειες οικοδόμησης μιας επιστημονικής σοσιαλιστικής σκέψης.
Ο μεταπρατικός τρόπος σκέψης σαν έκφραση των κοινωνικών εκείνων δυνάμεων που κυριαρχούν στον ελλαδικό χώρο θέτει τα πλαίσια μέσα στα οποία τελείται κάθε ιδεολογική κίνηση …» (ό.π. σελ. 478).
« Το Κ.Κ.Ε. (…) συνέλαβε απ΄ τα 1934 την ιδιομορφία της Ελλάδας, χώρας «με μέση κεφαλαιοκρατική ανάπτυξη, με σημαντικά μισοφεουδαρχικά υπολείμματα στο χωριό, μα και με σημαντική εξάρτηση από το ξένο κεφάλαιο …» (…).
Μέσα από το κόμμα συνειδητοποιείται γρήγορα η ταξική υπόσταση της ελληνικής κοινωνίας, δεν συνειδητοποιείται ωστόσο και η ουσιαστική σημασία της κύριας αντίθεσης – της εξάρτησης, η οργανική πρόσδεση του κοινωνικού συστήματος της κυρίαρχης εμπορομεσιτικής τάξης στο εξωτερικό, στην συλλογική αυτή μητρόπολη που είναι η ιμπεριαλιστική Δύση (…) Το κίνημα της εργατικής τάξης στην Ελλάδα θα αργήσει να συνειδητοποιήσει ολοκληρωμένα την κύρια αυτή αντίφαση της ελληνικής πραγματικότητας (…) Στα χρόνια του Μεσοπολέμου ακόμα δεν θα μπορέσει να συνειδητοποιήσει ολοκληρωμένα την κοινωνική πραγματικότητα. Η ανάγνωση της κοινωνίας θα συντελείται ακόμα πάνω στα κεντροευρωπαϊκά πρότυπα του θεωρητικού μοντέλου του μαρξισμού …» (ό.π. σελ. 489 – 490).
«… Ωστόσο από κανένα δεν ξεφεύγει πως η σχέση με τον Πασά είναι η σχέση με την συγκεκριμένη εξουσία – ο ξένος επικυρίαρχος και ο εντόπιος κυρίαρχος με το άλλοτε φιλελεύθερο, άλλοτε βλοσυρό του προσωπείο.
Ο τουρκικός Καραγκιόζης δημιούργημα ενός περίγυρου «ανατολικού φεουδαλισμού» δεν μιλά ποτέ ενάντια στην εξουσία (…)
Ο Καραγκιόζης όπως διαμορφώνεται μέσα στην ελλαδική κοινωνία, αντίθετα, μεταμορφώνει το ερωτικοηθικό σε κοινωνικοηθικό.
Η εξουσία, που άλλοτε εκπροσωπούσε, μέσα στη θεολογική γλώσσα της παραδοσιακής ιδεολογίας, ο Πασάς, κρατά την ονομασία της τουρκοκρατίας αποφεύγοντας ευέλικτα να φορέσει ρενδικότα φράγκικη – το οργανικό ρούχο του συμβόλου που εκπροσωπεί.
Στο εξαρτημένο ελλαδικό βασίλειο οι αντιφάσεις δεν ξεπερνιούνται. Ο Καραγκιόζης λαός συνεχίζει να κάνει τεμενάδες στον Πασά. Όποτε του δίνεται ωστόσο η ευκαιρία ξεθυμαίνει, βγάζει τη γλώσσα του, και εξαντλεί έτσι το άχτι του εκφράζοντας με μια τέτοια συμπεριφορά την τραγική του αίσθηση του αγώνα – αλλά και του αδιέξοδου.
Τα πράγματα δεν αλλάζουν μέσα στην υπερβατική αυτή ζαβολιά – τα πρόσωπα διατηρούνται ωστόσο αλώβητα, διαθέσιμα να προχωρήσουν μόλις φανεί διέξοδος σε μια πιο ουσιαστική Κάθαρση, να προχωρήσουν έτσι στο φόνο του Πασά, μόλις το επιτρέψουν οι καιροί …» (Κωστής Μοσκώφ – Δοκίμια – Εξάντας 1979, σελ. 82).
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
0 Responses to “«Μεταπρατικός»”
Δημοσίευση σχολίου