Σάββατο 22 Ιουνίου 2013
Graham Swift
Σάββατο 22 Ιουνίου 2013 by Unknown
Ένας αναγνωρισμένος σύγχρονος λογοτέχνης. Το 1980, ξεπρόβαλε το πρώτο μυθιστόρημα του Γκράχαμ Σουίφτ και αποτέλεσε την ανατολή της σπουδαίας συγγραφικής διαδρομής του. Το έργο ¨Waterland¨ (¨Υδάτινη Χώρα¨) του προσέφερε την πρώτη επίσημη αναγνώριση και το περιοδικόGranta τον κατέταξε ανάμεσα στους σπουδαιότερους νέους Βρετανούς συγγραφείς. Το ¨Last Orders¨ (¨Τελευταίες Εντολές¨ ή ¨Τελευταίος Γύρος¨), που ακολούθησε ύστερα από σχεδόν μία δεκαετία, του έδωσε απλόχερα το βραβείοBooker. Τα δύο μυθιστορήματα μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο, η πρώτη με πρωταγωνιστή τον Jeremy Ironsκαι η δεύτερη με τον Michael Caine.
Ήρθε στη Ελλάδα στις 15 Μαΐου για να παρουσιάσει το νέο του υλικό. Ή καλύτερα επέστρεψε, αφού κρατά τις γλυκά αρωματισμένες αναμνήσεις του από την ηλικία των δεκαεφτά που βρισκόταν εδώ. Έφυγε και ξαναγύρισε, λίγα χρόνια αργότερα, το 1974, για να διδάξει αγγλικά στον Βόλο.
«Οι πρώτες επισκέψεις μου στην Ελλάδα έγιναν πριν από πολύ καιρό, όταν ακόμα ήμουν έφηβος. Θυμάμαι τη μυρωδιά των ζεστών δρόμων της Αθήνας, σαν ξερά, γλυκά μπισκότα, περισσότερο ίσως μια γεύση είναι από μια μυρωδιά. Θυμάμαι την απίστευτη θέα από τους Δελφούς. Θυμάμαι, όταν κοίταξα για πρώτη φορά το Αιγαίο από ψηλά, είδα πολύ βαθιά αλλά πολύ καθαρά σκοτεινές συστάδες από αχινούς – για κάποιον συνηθισμένο στη Μάγχη και τη Βόρεια Θάλασσα, αυτό ήταν μαγικό. Και μετά παντού υπήρχε η απαραίτητη ουσία του ελληνικού τοπίου: απόκρημνα βράχια, κυπαρίσσια, ελιές, λαμπρό φως. Η σύγχρονη Ελλάδα δεν είναι η αρχαία Ελλάδα, η Ελλάδα έχει πολλά πρόσωπα, αλλά για μένα αυτό το τοπίο έχει κάτι το αρχαίο, το διαχρονικό, το πρωτόγονο που καμία άλλη χώρα δεν έχει.Όταν ήμουν μικρός πολύ λίγοι άνθρωποι ταξίδευαν στο εξωτερικό. Ήταν ένα όνειρο. Ίσως γιατί, από τότε που ήμουν παιδί, η ελληνική μυθολογία με γοήτευε και η Ελλάδα ήταν η χώρα που ονειρευόμουν περισσότερο να ταξιδέψω. Τώρα πια, έχω ταξιδέψει σε πολλές χώρες, αλλά η Ελλάδα υπήρξε πάντοτε ιδιαίτερη. Έχει τη γεωγραφία του μύθου.»
Αυτά ξεθάβει η μνήμη του για να βρεθεί και πάλι στο παρόν. «Έχω περάσει αρκετές μέρες στην Ελλάδα. Δεν μου είναι ξένη ως χώρα, αντίθετα είναι μια χώρα που με ενδιαφέρει και συμπάσχω για την κρίση που αντιμετωπίζει. Ενδεχομένως, εξαιτίας παραγόντων που σχετίζονται με τη γεωγραφική της θέση, υπήρχε πάντα μια τάση να τίθεται η Ελλάδα στο περιθώριο παρά τα όσα έχει προσφέρει στην Ευρώπη – συμπεριλαμβανομένης και της ίδιας της λέξης ¨Ευρώπη¨. Αυτά που περνάει αυτή τη στιγμή η Ελλάδα, πόνο και αχρείαστη ταπείνωση, οφείλεται στην επανεμφάνιση της προσπάθειας περιθωριοποίησης της χώρας.»
Αλλά ας χαθούμε στα δικά του μονοπάτια, να γνωρίσουμε τον χάρτινο και πραγματικό κόσμο του. «Πάντα με ενδιέφερε να εξερευνώ τους μικρόκοσμους, τους συνηθισμένους κόσμους της καθημερινότητάς μας και τους τρόπους με τους οποίους συνδέονται αυτοί με τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα. Μερικές φορές, όπως συμβαίνει και στο μυθιστόρημα, αυτοί οι δύο κόσμοι συγκρούονται με καταστροφικά αποτελέσματα.. Πάντα ξεκινώ από τον οικείο, προσωπικό κόσμο (των χαρακτήρων μου) και πάντα σε αυτόν επιστρέφω. Μέσα από αυτό προσπαθώ να εξερευνήσω κάτι εσωτερικό: αυτό από το οποίο είμαστε φτιαγμένοι, αυτό που συνήθως αποκαλούμε ¨ανθρώπινο¨.»
Τι είναι αυτό που τον ενδιαφέρει στα μυθιστορήματά του; «Η βρετανική κοινωνία συχνά θεωρείται ότι χαρακτηρίζεται από τους κάθετους ταξικούς διαχωρισμούς. Στα γραπτά μου προσπαθώ να υπερβώ τις ταξικές κατηγορίες. Το ¨ανθρώπινο¨ εξάλλου δεν υπόκειται σε ταξικούς διαχωρισμούς. Προσπαθώ να γράψω για πράγματα που είναι κοινά για όλους μας. Ναι, συνήθως με απασχολούν οι λιγότερο ευνοημένοι, αυτοί που θα μπορούσαν να κατηγοριοποιηθούν ως ¨εργατική τάξη¨. Όμως δεν μου αρέσουν οι ταμπέλες και τα γραπτά μου αναφέρονται σε μια ευρεία γκάμα κοινωνικών θεμάτων. Στο μυθιστόρημά μου ¨Αύριο¨ για παράδειγμα, πρωταγωνιστεί μια εύπορη οικογένεια. Στο ¨Μακάρι να ήσουν εδώ¨ υπάρχει ένα ολόκληρο κεφάλαιο που ασχολείται με την εύπορη οικογένεια που αγοράζει τη φάρμα του Τζακ.»
Οι πλασμένοι από λέξεις ήρωες που ζουν και αναπνέουν μέσα στις σελίδες...«Θα ήθελα απλώς να πω ότι αυτή είναι η τέχνη του συγγραφέα. Είναι θέμα φαντασίας, συναίσθησης, εντιμότητας και, πάντοτε, σεβασμού προς το άτομο. Οι άνθρωποι έχουν εσωτερική ζωή, ανεξάρτητα από το αν την εξωτερικεύουν δίνοντάς της φωνή ή όχι. Ένα μεγάλο μέρος της ζωής παραμένει ανείπωτο. Αυτό μπορεί να συμβαίνει εξίσου σε ανθρώπους που μπορούν ή δεν μπορούν να διατυπώνουν με ευφράδεια τις σκέψεις τους, δεδομένου ότι οι λέξεις μπορούν και να αποκρύπτουν και να είναι αποκαλυπτικές. Νομίζω ότι ένας από τους σκοπούς της μυθοπλασίας είναι να δίνει φωνή στο εσωτερικό της ζωής των ανθρώπων που ποτέ δεν θα μπόρεσαν να το κάνουν οι ίδιοι. Και πάλι, είναι μια δημοκρατική διαδικασία, αλλά πρέπει να γίνεται με μεγάλη ευαισθησία. Με την ευκαιρία να πω ότι δεν είναι όλοι οι χαρακτήρες μου ταπεινοί και με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο. Έχω γράψει ολόκληρα μυθιστορήματα στα οποία οι βασικοί χαρακτήρες είναι ευκατάστατοι, μορφωμένοι και ευφράδεις. Αλλά θα ήθελα να επαναλάβω ότι ακόμη και στην περίπτωσή τους, η εσωτερική ιστορία μπορεί να κρύβεται. Έστω και αν είναι κάτι που ίσως όλοι λαχταρούμε, πόσοι από εμάς έχουν άραγε την ευκαιρία (ή τολμούν να την αρπάξουν) να πουν, ¨Αυτή είναι η ιστορία μου, έτσι είναι πραγματικά για μένα αυτό, μέσα μου¨; Η μυθοπλασία έρχεται να σώσει την κατάσταση.»
Όταν γράφει κανείς, με τον οποιοδήποτε τρόπο, καταθέτει κάτι προσωπικό. Μέσω ενός βιβλίου εκθέτει αυτό το ιδιωτικό κομμάτι σε ένα πλήθος κόσμου. Και το ιδιωτικό γίνεται δημόσιο. «Σίγουρα το γράψιμο μοιάζει να διαχωρίζει πολύ έντονα το ιδιωτικό από το δημόσιο. Η ίδια η πράξη της γραφής δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο προσωπική και μοναχική – τα πάντα εξαρτώνται απολύτως από σένα, μόνο εσύ τα γνωρίζεις. Μετά, έρχεται μια στιγμή που ό,τι έχεις κάνει ανήκει, θεωρητικά, σε όλους – η λέξη ¨δημοσιεύω¨ σημαίνει ¨να το κάνω δημόσιο¨. Στην αρχή μπορεί να είναι ένα σοκ, αλλά τώρα το έχω συνηθίσει εντελώς. Και είμαι προετοιμασμένος γι' αυτό με έναν άλλο τρόπο. Τα μυθιστορήματά μου ποτέ δεν υπήρξαν αυτοβιογραφικά, δεν τα βασίζω άμεσα στη δική μου εμπειρία. Υπ’ αυτή την έννοια η γραφή μου δεν είναι προσωπική. Με το να φαντάζομαι όμως τον εαυτό μου μέσα στις ζωές άλλων, έχω ήδη ξεπεράσει μια γραμμή. Αυτό είναι πολύ πιο σημαντικό από τη διάκριση που κάνουμε συνήθως μεταξύ ιδιωτικού και δημοσίου, και διατηρεί κάτι που συνήθως η λέξη ¨δημόσιο¨ δεν προτείνει: την οικειότητα. Θα το θέσω ως εξής: η μυθοπλασία είναι μια πράξη ανταλλαγής. Ένα μυθιστόρημα, μια ιστορία δεν ¨συμβαίνει¨, μέχρι να συναντήσει έναν αναγνώστη και μια αόρατη χημεία να προκύψει ανάμεσα σε αυτό που ο συγγραφέας έχει γράψει και στο μυαλό του αναγνώστη. Αυτή η διαδικασία είναι διαφορετική για κάθε αναγνώστη, αφού καθένας προσθέτει τη δική του ζωή και εμπειρία. Είναι μια θαυμάσια δημοκρατική διαδικασία και ταυτόχρονα μια διαδικασία πολύ προσωπική. Τα μυθιστορήματα γράφονται ιδιωτικά και διαβάζονται ιδιωτικά (ακόμα και όταν κάποιος διαβάζει σε ένα γεμάτο τρένο, το κάνει ιδιωτικά, με τη σκέψη του), αλλά αφορούν μια πολύ προσωπική ανθρώπινη ανταλλαγή. Αν γράφεις έντιμα, δεν υπάρχει όριο στο πόσο βαθιά, μπορείς να εισχωρήσεις στις ζωές και στις σκέψεις των χαρακτήρων σου, ούτε υπάρχει κανένα όριο στο πόσο προσωπική μπορεί να είναι η εμπειρία για τον αναγνώστη. Αυτή είναι η πραγματική σημασία της ¨δημόσιας¨ πτυχής της γραφής. Δεν έχει καμία σχέση με τη ¨δημοσιότητα¨, ούτε (συγχωρήστε με!) με τους συγγραφείς που δίνουν συνεντεύξεις στα μέσα ενημέρωσης. Έχει να κάνει με τους αναγνώστες και με αυτή την αόρατη πολύ προσωπική χημεία που προκύπτει ξανά και ξανά, πάντα με διαφορετικό τρόπο για κάθε διαφορετικό αναγνώστη.»
Όσο για το θέμα των επιρροών... «Υπάρχουν συγγραφείς που επηρεάζονται από ο,τιδήποτε διαβάζουν. Και άλλοι που δεν επηρεάζονται καθόλου, γράφουν απλά με τον δικό τους τρόπο. Σε μένα συμβαίνει βασικά αυτό. Γράφω από ένστικτο, και εμπιστεύομαι το ένστικτό μου όλο και περισσότερο. Δεν ξέρω αν έχω επηρεαστεί, τεχνικά τουλάχιστον, από άλλους συγγραφείς. Δεν προσπαθώ να γράψω όπως ο Χ ή Ψ. Σε κάθε περίπτωση, πιστεύω ότι το πιο σημαντικό δεν είναι οι «επιρροές» από συγγραφείς τους οποίους επιθυμείς να μιμηθείς, αλλά οι συγγραφείς, που απλά άναψαν μέσα σου τη φωτιά της γραφής και οι οποίοι σε κάνουν να χαίρεσαι που είσαι κι εσύ συγγραφέας. Αυτοί οι συγγραφείς μπορεί να είναι διαφορετικοί στα διάφορα στάδια της ζωής. Όταν ήμουν πολύ νεότερος, στο τέλος της εφηβείας μου -και μάλιστα στην Ελλάδα!- πήρα φωτιά διαβάζοντας τις ιστορίες του Ρώσου συγγραφέα Ισαάκ Μπάμπελ. Έχω γράψει για αυτό στο ¨Φτιάχνοντας έναν ελέφαντα¨. Οι Ρώσοι συγγραφείς υπήρξαν ανέκαθεν πολύ σημαντικοί για μένα. Ο Τολστόι στα καλύτερά του είναι ασύγκριτος, οι ιστορίες του Τσέχοφ είναι ασύγκριτες. Εάν είσαι Άγγλος, υπάρχει φυσικά ο Σαίξπηρ -είναι στο αίμα μας-, αλλά έχω πάρει επίσης πολλά και από έναν συγγραφέα που επηρέασε τον Σαίξπηρ: είναι ο Μοντέν. Τα δοκίμιά του έχουν εκείνη την ποιότητα που αγκαλιάζει όλη την ανθρώπινη ζωή και κάτι από τη σφαίρα του ιδιωτικού που μοιάζει με την οικειότητα της μυθοπλασίας. Οι επιρροές, φυσικά, δεν είναι απαραίτητο να προέρχονται από άλλους συγγραφείς. Νομίζω ότι υπάρχουν ισχυρές συνδέσεις ανάμεσα στο γράψιμο και τη μουσική.»
Εξίσου σημαντικό με το σαιξπηρικό ερώτημα θεωρεί και το «¨να πει κανείς ή να μην πει¨. Αυτή η μικρή αγγλική λέξη, το ¨λέω¨, μπορεί να σημαίνει όχι μόνο να αφηγηθώ, αλλά και να κατανοήσω, να αντιληφθώ, να διακρίνω. Κρύβει έναν υπαινιγμό σοφίας. Νομίζω ότι όλοι γνωρίζουμε καταστάσεις στη ζωή όπου το να πεις κάτι μπορεί να είναι επικίνδυνο, έως και καταστροφικό. Επίσης καταστάσεις, όπου το να μην πεις κάτι μπορεί να είναι εξίσου επικίνδυνο ή καταστροφικό. Νομίζω ότι ως ανθρώπινα όντα είμαστε πλάσματα που μπορούν να μιλήσουν μεταξύ τους για διάφορα πράγματα, αν και μερικές φορές θεωρούμε ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να το κάνουμε. Έχω ήδη πει ότι ένας από τους σκοπούς της μυθοπλασίας είναι να πει την ¨ανείπωτη ιστορία¨, να δώσει φωνή στο κρυμμένο (συγκαλυμμένο). Τα μυθιστορήματά μου συχνά έχουν σχέση με κάποια δύσκολη αφήγηση. Τελικά, η μυθοπλασία, για μένα, δεν είναι κάποια ξεχωριστή, ειδική κατηγορία, έχει να κάνει με την ουσία της ίδιας της ζωής. Και προσπαθώ να της δώσω όλο το χαρακτήρα του επείγοντος, όλη την οικειότητα και όλη την ανθρώπινη ευθύνη που νιώθουμε όταν, στη ζωή, κοιτάζουμε κάποιον άλλο στα μάτια και του λέμε ¨υπάρχει κάτι που πρέπει να σου πω¨. Όλοι έχουμε βρεθεί σε παρόμοια κατάσταση και όλοι γνωρίζουμε ότι από τη στιγμή που έχουμε πει αυτά τα λόγια, και έχουμε ρίξει αυτό το βλέμμα, δεν υπάρχει γυρισμός. Τότε είναι που όλοι ερχόμαστε αντιμέτωποι την τέχνη της αφήγησης.»
Τι αξία έχει η πένα του για τη ζωή του; «Πριν από πολύ καιρό σχημάτισα την επιθυμία να γίνω συγγραφέας, και σταδιακά έγινα. Ήμουν πολύ τυχερός. Ήξερα τι ήθελα να κάνω στη ζωή μου. Το γράψιμο δεν είναι ολόκληρη η ζωή μου, καθόλου, αλλά είναι άρρηκτα συνδεδεμένο μαζί της. Με συνδέει με τον κόσμο, με συνδέει με τους κόσμους άλλων ανθρώπων.»
Πηγές: ο αναγνώστης, ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
0 Responses to “Graham Swift”
Δημοσίευση σχολίου